Διευρυμένο δημόσιο, διαφθορά, και απειλή προς τον φιλελευθερισμό
του Marian L. Tupy*
Η Κεντρική Ευρώπη ζει με περισσότερη ελευθερία και μεγαλύτερη ευημερία, από την πτώση του κομμουνισμού και έπειτα. Παρόλα αυτά, τα φιλελεύθερα κόμματα, που ήταν υπεύθυνα για αυτήν την εξέλιξη, βρίσκονται σήμερα αμυνόμενα. Τον περασμένο χρόνο, οι φιλελεύθεροι υπέφεραν μια σειρά εκλογικών αποτυχιών στην ευρύτερη περιοχή.
Μερικοί σχολιαστές ερμήνευσαν τη χαμηλή απόδοση των φιλελευθέρων κομμάτων ως ένδειξη αποδυνάμωσης της υποστήριξης της ελεύθερης αγοράς από το κοινό, αλλά οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης στην Κεντρική Ευρώπη δείχνουν να συνεχίζεται η υποστήριξη του καπιταλισμού. Σίγουρα, δεν υπάρχει ευρέως διαδεδομένη επιθυμία για επιστροφή σε κεντρικά σχεδιαζόμενη και ελεγχόμενη οικονομία, που απέτυχε τόσο παταγωδώς στο παρελθόν.
Ένας από τους σημαντικότερους λόγους για αυτήν την λαϊκή δυσαρέσκεια προς το πολιτικό σύστημα είναι η κυβερνητική διαφθορά. Η διαβρωτικότητα της διαφθοράς στην Κεντρική Ευρώπη αποδίδεται μερικώς στην υπανάπτυξη της Κοινωνίας Πολιτών και την παράλληλη έλλειψη αποτελεσματικών περιορισμών στη συμπεριφορά και τη δράση της πολιτικής τάξης. Επιπλέον, παρά τη σημαντική πρόοδο προς την οικονομική ελευθερία που έχουν πραγματοποιήσει οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης μετά την πτώση του κομμουνισμού, ο ρόλος του κράτους στην οικονομία παραμένει τεράστιος. Ο ιδιωτικός τομέας είναι υπερφορτωμένος με πάρα πολλούς κανονισμούς και ρυθμίσεις, και οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να ξοδεύουν περίπου το 44% του ΑΕΠ. Για να ελαχιστοποιηθεί το πρόβλημα της διαφθοράς, το μέγεθος και το πεδίο δράσης του κράτους πρέπει να μειωθούν.
Εισαγωγή
Από πολλές απόψεις, η Κεντρική Ευρώπη είναι μια ιστορία επιτυχίας. Η Τσεχική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Σλοβακία είναι δημοκρατίες με ελεύθερες αγορές. Πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, είναι τώρα μέλη του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχουν ελευθερία λόγου, θρησκείας και συναθροίσεως, και το κατά κεφαλήν εισόδημα τους είναι μεγαλύτερο από ποτέ άλλοτε. Παρόλα αυτά, οι φιλελεύθεροι, που μάχονται υπέρ των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών ελευθεριών, που ήταν οργανικής σημασίας για να επέλθει αυτή η πρόοδος, βρίσκονται αμυνόμενοι.
Μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 2005 και του Ιουνίου του 2006, και οι τέσσερις αυτές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης είχαν κοινοβουλευτικές εκλογές. Στη Σλοβακία, μια εθνικιστική- σοσιαλιστική συμμαχία αντικατέστησε τη φιλελεύθερη-συντηρητική κυβέρνηση του Mikulas Dzurinda. H νέα κυβέρνηση σταμάτησε αμέσως όλες τις νέες μεταρρυθμίσεις και υποσχέθηκε να αναστρέψει μερικές από τις παλαιότερες. Στην Πολωνία μια συμφωνία συμμαχίας μεταξύ συντηρητικών και εθνικιστών κράτησε την φιλελεύθερη Πολιτική Πλατφόρμα (Civic Platform) εκτός ισχύος. Στην Τσεχική Δημοκρατία, το φιλελεύθερο Πολιτικό Δημοκρατικό Κόμμα (Civic Democratic Party) κέρδισε τις εκλογές. Παρόλα αυτά, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι κομμουνιστές σύμμαχοι τους κέρδισαν αρκετές έδρες στο κοινοβούλιο ώστε να μπλοκάρουν όλες τις φιλελεύθερες προτάσεις. Στην Ουγγαρία, οι Σοσιαλιστές μετά βίας κατόρθωσαν να παραμείνουν στην εξουσία. Νίκησαν τους Δεξιούς αντιπάλους τους, κυρίως επειδή απέκρυψαν από το κοινό την αλήθεια για την κατάσταση της οικονομίας πριν από τις εκλογές.
Οι χαμηλές αποδόσεις των φιλελευθέρων κομμάτων στις εκλογές θεωρήθηκαν ως ένδειξη δυσπιστίας της κοινής γνώμης για την ελεύθερη αγορά. Στην περίπτωση της Σλοβακίας, οι Financial Times έγραψαν για μία «λαϊκή επίθεση ενάντια στις καλπάζουσες καπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις του Πρωθυπουργού Mikulas Dzurinda, που μετέτρεψαν τη Σλοβακία από παγκόσμιο παρία στην προτιμώμενη από τους ξένους επενδυτές χώρα.» Στην πραγματικότητα, οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης έδειξαν πως οι περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις του Dzurinda είχαν την στήριξη της πλειονότητας του κοινού. Οπότε, τι πήγε στραβά;
Ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους, αν και κατά πολύ ανεξερεύνητος, για την άνοδο των λαϊκιστικών κομμάτων στην περιοχή είναι η μάστιγα της διαφθοράς. Παρά μια δραματική άνοδο της οικονομικής ελευθερίας τα τελευταία 17 χρόνια, οι κεντροευρωπαϊκές οικονομίες παραμένουν πιο έντονα διακανονισμένες από τις δυτικές. Οι κυβερνήσεις της Κεντρικής Ευρώπης συνεχίζουν να δαπανούν, να ελέγχουν και να αναδιανέμουν ένα τεράστιο ποσοστό του ΑΕΠ κάθε χώρας. Ο επιμερισμός των κρατικών έργων σπάνια είναι πραγματικά ανταγωνιστικός. Οι διαδικασίες στερούνται διαφάνειας, οι επιτακτικοί κανόνες συχνά υποβάλλονται στις ιδιοτροπίες ιδιότροπων δημοσίων υπαλλήλων, και ο ιδιωτικός τομέας συχνά αναγκάζεται να δωροδοκεί αυτούς τους δημοσίους υπαλλήλους. Έτσι, οι αδειοδοτήσεις και οι δημόσιες προμήθειες ευνόησαν τη δημιουργία μιας ολόκληρης τάξης από πολιτικούς, πρώην πολιτικούς και ανθρώπους με πολιτικές διασυνδέσεις που έχουν φτιάξει περιουσίες με άτιμο τρόπο.
Σε μία περιοχή όπου η κυβερνητική διαφάνεια και λογοδοσία είναι σχετικά υπανάπτυκτες, το εξοργισμένο κοινό απαίτησε τιμωρία για την άρχουσα τάξη αποσύροντας την εμπιστοσύνη του από τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα και αυξάνοντας την υποστήριξη του προς τους λαϊκιστές, που επιδεξιότατα πάτησαν πάνω στα συναισθήματα απογοήτευσης με τη διαδικασία μετάβασης. Η άνοδος των λαϊκιστών και η αναβολή περαιτέρω οικονομικών μεταρρυθμίσεων θα διατηρήσει το σημαντικό ρόλο που παίζει το κράτος στην οικονομία. Αυτό είναι θλιβερό. Το μέγεθος και το πεδίο δράσης του κρατικού τομέα στην Κεντρική Ευρώπη πρέπει να μειωθεί για να ελαχιστοποιηθεί το πρόβλημα της διαφθοράς. Ειρωνικά, η αναβολή των περαιτέρω μέτρων φιλελευθεροποίησης και η συντρέχουσα αδυναμία να αποκαλύψουν την υφέρπουσα αιτία της διαφθοράς, ίσως υποσκάψει τους νέους εξουσιαστές της Κεντρικής Ευρώπης και ανοίξει το δρόμο για μια φιλελεύθερη ανανέωση.
Η ιστορία επιτυχίας της Κεντρικής Ευρώπης
Το τέλος του κομμουνισμού στην Κεντρική Ευρώπη επέφερε οικονομικές μεταρρυθμίσεις, όπως η κατάργηση χιλιάδων περιορισμών, η απελευθέρωση των τιμών και του εξαγωγικού εμπορίου, και η ιδιωτικοποίηση των περισσότερων κρατικών επιχειρήσεων. Επέφερε, επίσης, αυξημένη ελευθερία για να εισέλθουν στην αγορά εγχώριες και ξένες επιχειρήσεις.
Στο τέλος της κομμουνιστικής περιόδου, η οικονομική ελευθερία στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Στην Πολωνία, οι αγρότες είχαν μερικές πολύ περιορισμένες ελευθερίες, αλλά η οικονομία σαν σύνολο υπαγόταν στον ίδιο κεντρικό σχεδιασμό, όπως και στο υπόλοιπο Σοβιετικό μπλοκ. Από το 2004, όπως δείχνει η ετήσια αναφορά για το 2006 του Fraser Institute με θέμα «Οικονομική ελευθερία στον κόσμο», η Ουγγαρία είχε την πιο ελεύθερη οικονομία στην Κεντρική Ευρώπη και βρισκόταν στην 20η θέση από τις 13ο χώρες που εντάσσονταν στην έρευνα. Ακολουθούσε η Τσεχική Δημοκρατία και η Σλοβακία, αμφότερες στην 45η θέση, και η Πολωνία στην 53η θέση.
Αρχικά, η Κεντρική Ευρώπη βίωσε οικονομική συστολή, καθώς πολλές αναποτελεσματικές και βαθιά χρεωμένες εταιρείες αναγκάστηκαν να κλείσουν. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Κεντρική Ευρώπη άρχισε να αναπτύσσεται ξανά. Μεταξύ του 1995 και του 2004, το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) αυξήθηκε κατά 28% στην Τσεχική Δημοκρατία, κατά 49% στην Ουγγαρία, κατά 46% στην Πολωνία και κατά 44% στη Σλοβακία (δείτε Διάγραμμα 1).
Οι καθαρές εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων στην περιοχή αυξήθηκαν σημαντικά. Στο υψηλότερο σημείο τους, οι καθαρές εισροές ξένων επενδύσεων στην Τσεχική Δημοκρατία ανήλθαν στο 11,52% του ΑΕΠ (2002). Στην Ουγγαρία ανήλθαν στο 10,75% (1995), στην Πολωνία στο 5,60% (2000), και στη Σλοβακία στο 16,89% (2002). Οι ανερχόμενες εισροές κεφαλαίων συνοδεύθηκαν από αυξημένη παραγωγικότητα και χαμηλό πληθωρισμό, που έπεσε από διψήφιος (τριψήφιος στην Πολωνία) το 1990 σε κάτι μεταξύ 2 και 8% το 2004.
Η μετα-κομμουνιστική εποχή γνώρισε, επίσης, βελτιώσεις και στους δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης στην περιοχή (δείτε Διαγράμματα 2-4). Ο δείκτης παιδικής θνησιμότητας έπεσε,
και ο αριθμός των γιατρών αυξήθηκε. Το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε. Το ίδιο ισχύει και για τις δαπάνες για την υγεία ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Οι δαπάνες για την Παιδεία ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν σε δύο από τις τέσσερις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Η περιοχή ως σύνολο διατήρησε το ιστορικό υψηλό της ποσοστό σε όγκο σχολικών εγγραφών. Πράγματι, μεταξύ του 1991 και του 2003, ο όγκος των εγγραφών στην πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση αυξήθηκε σε όλη την Κεντρική Ευρώπη. Αυτές οι στατιστικές είναι ιδιαίτερα σημαντικές, αν λάβουμε υπ’ όψιν και τη λανθασμένη κοινή αντίληψη ότι η εκπαίδευση και η υγεία στην Κεντρική Ευρώπη σήμερα είναι χειρότερες από ότι ήταν πριν την πτώση του τοίχους του Βερολίνου.
Η περιοχή βίωσε, επίσης, ένα σημαντικό αριθμό υλικών κερδών. Για παράδειγμα, αυξήθηκε η ιδιοκτησία αυτοκινήτων και το συνολικό δίκτυο οδικών αρτηριών διευρύνθηκε. Ο αριθμός των συνδρομητών σταθερής και κινητής τηλεφωνίας αυξήθηκε, όπως και ο αριθμός των Κεντροευρωπαίων που έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Με την εξαίρεση της Πολωνίας, οι στρατιωτικές δαπάνες σαν ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκαν στην περιοχή.
Παρά την μετα-κομμουνιστική πρόοδο, πολλοί άνθρωποι στην Κεντρική Ευρώπη συνέχισαν να μην είναι ευχαριστημένοι με την πρόοδο στην περιοχή. Το 2005, μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας έδειξε πως το 58% των Σλοβάκων, το 40% των Ούγγρων, το 38% των Πολωνών, και το 34% των Τσέχων ήταν απαισιόδοξοι για τις ζωές τους. Αυτή η στατιστική έδειξε μία εναντίωση στην παρούσα κατάσταση, παρόλο που πρέπει να σημειωθεί πως γενικά οι Ευρωπαίοι τείνουν να είναι πιο απαισιόδοξοι από ότι, για παράδειγμα, οι Αμερικάνοι. Όπως έδειξε μια έρευνα του Ιουλίου του 2005, «ένα πλήρες 58% των Αμερικάνων είναι ιδιαίτερα ικανοποιημένοι από τις ζωές τους, σε σύγκριση με το μέσο όρο του 31% στην Ευρώπη των 15. Το 56% των Αμερικάνων πιστεύει πως οι ζωές τους βελτιώθηκαν τα τελευταία 5 χρόνια, σε αντίθεση με 45% των Ευρωπαίων. Επιπλέον, 65% των Αμερικάνων αναμένουν βελτίωση της προσωπικής τους κατάστασης τα επόμενα 5 χρόνια, σε αντίθεση με μόνο 44% των Ευρωπαίων.»
Η άνοδος των λαϊκιστών και η αδυναμία των φιλελευθέρων
Οι λαϊκιστές στην Κεντρική Ευρώπη πάτησαν ακριβώς πάνω σε αυτό το αίσθημα έλλειψης ικανοποίησης. Οι Σλοβάκοι, για παράδειγμα, εξέλεξαν τον Robert Fico, έναν αυτοαποκαλούμενο σοσιαλιστή που καταφέρεται εναντίον των πολυεθνικών και των οικονομικών συμφερόντων, και υπόσχεται μια σειρά από φόρους και ρυθμίσεις για να τα εξουδετερώσει. Μετά την εκλογική του νίκη, ο Fico έκανε συμμαχική κυβέρνηση με τον ατιμασμένο πρώην Πρωθυπουργό Vladimir Meciar και τους Σλοβάκους Εθνικιστές του Jan Slota, που συνδυάζουν το σοσιαλισμό με ρατσισμό και ξενοφοβία. Τα λόγια και τα έργα των μελών της Σλοβακικής τριανδρίας μιλάνε από μόνα τους. Ο Meciar έχει κατηγορηθεί ως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας ενός δημοσιογράφου και της απαγωγής του γιου ενός πρώην προέδρου. Και δεν μπορεί να οδηγηθεί στη δικαιοσύνη επειδή σε αυτά τα εγκλήματα δόθηκε αμνηστία από κανέναν άλλο από τον ίδιο τον Meciar, το 1998. Ο Slota, ένας ξενοφοβικός ρατσιστής, καταφέρεται εξοργισμένος ενάντια στους «μογγολοειδείς» Ούγγρους και τους «αποκρουστικούς» τσιγγάνους. Ζήτησε ακόμα από τον Σλοβακικό στρατό να «ισοπεδώσει τη Βουδαπέστη». Καθόλου άξιον απορίας ότι, σε μια πράξη άνευ προηγουμένης αποφασιστικότητας, τα σοσιαλιστικά μέλη του Ευρωκοινοβουλίου απέβαλλαν από τις τάξεις τους το κόμμα του Fico, μόλις 24 ώρες αφού ανακοινώθηκε η νέα Σλοβακική κυβερνητική συμμαχία.
Στην Πολωνία, το Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης κέρδισε και τις κοινοβουλευτικές και τις Προεδρικές εκλογές. Ο Πρόεδρος Lech Kaczynski διόρισε τον πανομοιότυπο δίδυμο αδερφό του ως Πρωθυπουργό. Αυτό καθιστά την Πολωνία τη μόνη χώρα στον κόσμο όπου οι δύο κορυφαίες κυβερνητικές θέσεις κρατούνται από δύο γενετικά πανομοιότυπα άτομα. Το οικονομικά συγκεντρωτικό και κοινωνικά συντηρητικό Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης έκανε συμμαχική κυβέρνηση με το Κόμμα Αυτοάμυνας του Andrzej Lepper και τη Λίγκα Οικογενειών Πολωνών του Roman Giertych.
To οικονομικό πρόγραμμα του Κόμματος Αυτοάμυνας βασίζεται στην εναντίωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην αυξημένη οικονομική ενίσχυση των Πολωνών αγροτών. Το πρόγραμμα της Λίγκας Οικογενειών Πολωνών δίνει έμφαση στην Καθολική αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης και, κατά συνέπεια, στη μεγαλύτερη αναδιανομή του πλούτου. Και τα τρία κόμμα πρόσκεινται σε διαφορετικούς βαθμούς στον απομονωτισμό, την ξενοφοβία και την ομοφοβία. Όπως τα Σλοβακικά αντίστοιχα τους, οι Πολωνοί ηγέτες πλειοδότησαν σε εμπρηστική και ενοχλητική ρητορική. Ο Lepper, για παράδειγμα, έκανε πολλές αντισημιτικές δηλώσεις, εγκωμίασε τις εργασιακές πολιτικές του Χίτλερ, και κατηγόρησε τους ομοφυλόφιλους ως φορείς ασθενειών.
Παρόλο που η κατάσταση στη Σλοβακία και την Πολωνία είναι σοβαρή, στην Τσεχία είναι σχεδόν κωμική. Τον Ιούλιο του 2006 οι Τσέχοι έδωσαν μια εκλογική ετυμηγορία που δίχασε το πανίσχυρο Κοινοβούλιο ακριβώς στη μέση. Το φιλελεύθερο και υπέρμαχο της ελεύθερης αγοράς Civic Democratic Party του Mirek Topolanek κέρδισε τις εκλογές αλλά δεν μπορεί να σχηματίσει νέα κυβέρνηση, επειδή ακόμα και με την υποστήριξη των συμμαχικών δυνάμεων, Χριστιανοδημοκρατών και Πρασίνων, έχει μόνο 100 από τις 200 έδρες. Οι Σοσιαλδημοκράτες και οι κομμουνιστές έχουν τις υπόλοιπες 100 έδρες. Έτσι, τέσσερις μήνες μετά τις εκλογές, η πολιτική κατάσταση στην Τσεχία παραμένει ασταθής. Μερικώς ως αποτέλεσμα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων στην Τσεχία τη δεκαετία του 1990 και μερικώς ως αποτέλεσμα της ταχέως αναπτυσσόμενης παγκόσμιας οικονομίας, οι Σοσιαλδημοκράτες προήδρευσαν της συμπαγούς οικονομικής αποδόσεως. Ακόμα, προς το τέλος της τελευταίας θητείας τους στην κυβέρνηση βασίστηκαν στην υποστήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος, που οδήγησε στην επανεθνικοποίηση του Τομέα Υγείας και στη θεμελιώδη σύσφιξη των εργασιακών νόμων. Το τελευταία είναι ιδιαίτερα καταστροφικό δεδομένου του δείκτη ανεργίας που ανέρχεται στο 8%. Η ισχύς των Σοσιαλδημοκρατών και των Κομμουνιστών συμμάχων τους στο νέο κοινοβούλιο προφανώς θα μπλοκάρει τις μελλοντικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης και της πρότασης για flat tax που αποτελεί τον πυρήνα του προεκλογικού πολιτικού προγράμματος του Civic Democratic Party. Είναι πιθανό η έκρυθμη αυτή κατάσταση στην Τσεχική πολιτική σκηνή να χρειαστεί να επιλυθεί μέσω πρόωρων εκλογών.
Στην Ουγγαρία, που είχε επίσης εκλογές φέτος, οι φιλελεύθεροι πήραν 6,5% των ψήφων. Συμμάχησαν με τους Σοσιαλιστές, που κέρδισαν τις εκλογές λέγοντας ψέματα στο εκλεκτορικό σώμα για την άσχημη κατάσταση της οικονομίας. Μένει να δούμε πόσο καιρό θα επιβιώσει η κυβέρνηση και τι επίδραση θα έχουν οι φιλελεύθεροι στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Με το έλλειμμα του προϋπολογισμού να έχει προβλεφθεί στο 10% του ΑΕΠ το 2006, για παράδειγμα, οι Σοσιαλιστές κατήρτισαν ένα σχέδιο εξόδου από τη φορολογική κρίση που περιλαμβάνει φορολογικές αυξήσεις, που ίσως εμποδίσουν την οικονομική ανάπτυξη. Δεν αποτελεί έκπληξη που οι Financial Times προειδοποίησαν πως η Ουγγαρία κινδυνεύει να γίνει «ο άρρωστος της Ευρώπης». Το κυριότερο αντιπολιτευόμενο κόμμα, το Fidesz, ξεκίνησε ως οικονομικά φιλελεύθερο κόμμα στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά στράφηκε στον κοινωνικό συντηρητισμό και τον οικονομικό συγκεντρωτισμό. Ο βουλευτής και δεύτερος στην ιεραρχία του κόμματος Istvan Mikola, για παράδειγμα, έπαιζε πρόσφατα με την ιδέα μιας, υποστηριγμένης από το κράτος, «ελαφριάς» σωματικής τιμωρίας για τα παιδιά που δεν τηρούν τους κανόνες. To αφεντικό του Fidesz, Victor Orban, υποσχέθηκε δωρεάν υγειονομική περίθαλψη, χαμηλότερες ενεργειακές τιμές, και επανακρατικοποίηση μερικής ιδιωτικοποιημένης κρατικής περιουσίας. Καταφερόταν ενάντια στο παγκόσμιο κεφάλαιο και ζήτησε μεγαλύτερη προστασία για τους εγχώριους παραγωγούς. Παρόλο που το Fidesz ήταν εκτός εξουσίας, η υποστήριξη προς αυτό κορυφώθηκε, φθάνοντας από περίπου 9% το 1990 σε 42% το 2006.
Με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της Τσεχίας, οι πολιτικοί στην Κεντρική Ευρώπη κατάφεραν να συνδυάσουν δεξιές αντιλήψεις στη δημόσια και ιδιωτική ηθική με αριστερές αντιλήψεις στην οικονομία. Εκκλήσεις για ελέγχους στις τιμές, αυξημένη φορολόγηση των πλουσίων, και επανακρατικοποίηση ιδιωτικοποιημένης περιουσίας ακούστηκαν στην περιοχή. Το ίδιο ισχύει και για εκκλήσεις για επιστροφή στις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες, στη θρησκεία, και για κατάργηση της σεξουαλικής αυτονομίας. Ο συνδυασμός σοσιαλιστικών και συντηρητικών δεν ταιριάζει στη συνηθισμένη διάκριση δεξιάς-αριστεράς, καθιστώντας πολύπλοκη την κατηγοριοποίηση της κεντροευρωπαϊκής πολιτικής. Ο Ευρωπαϊκός Τύπος, για παράδειγμα, συνεχίζει να αναφέρει τους Σλοβάκους Εθνικιστές ως «ακροδεξιό» κόμμα, ακόμα και αν το οικονομικό πρόγραμμα τους είναι το ίδιο αριστερό με αυτό του Σλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ένας καλύτερος τρόπος για να αναλύσουμε την πολιτική σκηνή της περιοχής είναι με αντιπαράθεση φιλελεύθερων και αντιφιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων, όπου οι πρώτες τείνουν γενικά να ευνοούν την επέκταση της ατομικής ελευθερίας στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα, ενώ οι δεύτερες αντιτίθενται και στα δύο.
Οι αντίπαλοι του φιλελευθερισμού δεν είναι πάντα αντιδραστικοί. Προσφέρουν ένα εναλλακτικό πρόγραμμα βασισμένο στον ενεργό κρατικό παρεμβατισμό με δεδηλωμένο στόχο να κάνουν καλύτερη την ζωή των ανθρώπων. Το καθοριστικό στοιχείο αυτού που ορισμένοι Ευρωπαίοι αναλυτές ονομάζουν «λαϊκισμό» είναι η άρνηση οιωνδήποτε συμβιβασμών. Μερικές από τις κλασσικές λαϊκιστικές προτάσεις αφορούν αυξήσεις στις δαπάνες για κοινωνική πρόνοια και αναδιανομή του εισοδήματος, σύσφιξη των εργασιακών σχέσεων, και ελέγχους στις τιμές των κανονικών αγαθών και υπηρεσιών, ενώ την ίδια στιγμή απαιτείται από την κυβέρνηση πειθαρχία στον προϋπολογισμό, διατήρηση υψηλών δεικτών οικονομικής ανάπτυξης, και μείωση της ανεργίας. Είτε το νέο αυτό πολιτικό φαινόμενο στην Κεντρική Ευρώπη αποκαλείται αντιφιλελευθερισμός είτε λαϊκισμός, τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν πως τα φιλελεύθερα κόμματα δεν έχουν τόση δυναμική ως πολιτικές δυνάμεις, όπως συνήθιζαν να έχουν.
Φταίει ο Φιλελευθερισμός;
Χωρίς καμία αμφιβολία, ένας από τους λόγους για την άνοδο του λαϊκισμού στην Κεντρική Ευρώπη είναι η δραματική κοινωνική αλλαγή που υφίσταται η περιοχή. Παρά την επίσημη δήλωση τους για αφοσίωση στην «κοινωνική πρόοδο», οι Κομμουνιστές, που κυριάρχησαν στην Κεντρική Ευρώπη για τέσσερις δεκαετίες, ήταν, στην πραγματικότητα, κοινωνικά υπερσυντηρητικοί. Η πορνογραφία και η ισότητα των φύλων, πόσο μάλλον η ομοφυλοφιλία, ήταν απαγορευμένες ή αποθαρρυμένες. Η έκρηξη των προσωπικών ελευθεριών που ακολούθησε την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 ήταν ένα σοκ για τις απολιθωμένες σοσιαλιστικές κοινωνίες της Κεντρικής Ευρώπης. Αντιλήψεις ανεκτικές προς τις ατομικές ελευθερίες, ειδικά προς εκφράσεις σεξουαλικής αυτονομίας, που χρειάστηκαν δεκαετίες για να επικρατήσουν στη Δύση, αναδύθηκαν ξαφνικά στην Ανατολή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε την κοινωνικά φιλελεύθερη νομοθεσία απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη χωρών σε αυτή.
Όσο γίνονταν διαπραγματεύσεις για την ευρωπαϊκή ένταξη, οι εξτρεμιστικές φωνές είχαν σιγήσει ή περιθωριοποιήθηκαν από τη συνεργασία των πολιτικών ελίτ και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Τώρα που οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι λαϊκιστές απλά επέστρεψαν στο φυσικό πολιτικό τους χώρο. Αυτό εξηγεί εν μέρει τις εκλογικές επιτυχίες κοινωνικά συντηρητικών δυνάμεων στη Σλοβακία και την Πολωνία, καθώς και τη σχετική ισχύ του Fidesz στην Ουγγαρία. Μόνο οι Τσέχοι ξέφυγαν μέχρι τώρα από τη μάστιγα του ηθικού λαϊκισμού. Αυτό εξηγείται μερικώς από το γεγονός ότι οι Τσέχοι έχουν την μακρύτερη και ιστορικότερη φιλελεύθερη παράδοση στην περιοχή. Όπως δείχνουν τα Ευρωβαρόμετρα του 2005, μόνο το 19% των Τσέχων πιστεύει στο Θεό. Με 16%, η Εσθονία είναι η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση με χαμηλότερο επίπεδο θρησκευτικότητας. Αντιθέτως, το 44% των Ούγγρων, το 61% των Σλοβάκων και το 80% των Πολωνών δηλώνουν πως πιστεύουν στο Θεό.
Σύμφωνα με την συμβατική σοφία, ο άλλος σημαντικός λόγος για την άνοδο του λαϊκισμού στην Κεντρική Ευρώπη είναι η ελεύθερη αγορά ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, οι υπερβολές και οι καταχρήσεις αυτής. Στην Πολωνία, για παράδειγμα, ο Leszek Balcerowicz, επικεφαλής της Εθνικής Τράπεζας της Πολωνίας και ο πρώην υπουργός οικονομικών , υπεύθυνοι για το αρχικό κύμα φιλελευθεροποίησης της Πολωνικής οικονομίας στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αποτελούν στόχο της οργής της κυβέρνησης. Όταν ερωτήθηκε γιατί ονόμασε το κόμμα του Κόμμα Αυτοάμυνας, ο Lepper απάντησε ότι η Πολωνία χρειαζόταν να αμυνθεί από ανθρώπους σαν τον Balcerowicz: «Αποτελεί το απόλυτο κακό. Δεν είναι αλήθεια πως η Πολωνία δεν έχει χρήματα. Υπάρχει χρήμα στις τράπεζες, αλλά δεσμευμένο σε λογαριασμούς σε δυτικές τράπεζες. Δεν μπορεί η Εθνική Τράπεζα της Πολωνίας να είναι κράτος εν κράτει. Η αριστερά και η δεξιά τον αφήνουν στη θέση του, επειδή στην πραγματικότητα είναι το ίδιο πράγμα.»
Ομοίως, ο Viktor Orban διακήρυξε την εναντίωση του στον «άγριο καπιταλισμό» και ο Robert Fico ζητάει έναν «καπιταλισμό με κοινωνικό πρόσωπο».
Είναι προφανές πως, παρά τη δυσφορία τους για το μεταβατικό στάδιο, οι Κεντροευρωπαίοι συνεχίζουν να αποδέχονται την ανωτερότητα της ελεύθερης αγοράς από το σοσιαλισμό. Για παράδειγμα, στο τέλος του 2003, ο Οργανισμός Gallup, σε συνεργασία με το Ευρωβαρόμετρο, διεξήγαγε μια έρευνα κοινής γνώμης στις Κεντροευρωπαϊκές χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ρωτήθηκαν περισσότεροι από 12000 άνθρωποι για τις «αξίες και τις παραδόσεις τους». Οι ερωτηθέντες κλήθηκαν να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν με τις ακόλουθες δηλώσεις, «το κράτος παρεμβαίνει υπερβολικά στις ζωές μας», «ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι η καλύτερη εγγύηση για την οικονομική ευημερία» και «η οικονομική ανάπτυξη πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα (για τη χώρα μας), ακόμα και αν επιδρά στο περιβάλλον». Και οι τρεις δηλώσεις είχαν τη στήριξη της πλειονότητας (ή, τουλάχιστον, της πλειοψηφίας) των ερωτηθέντων και στις τέσσερις χώρες (δείτε Πίνακα 1).
It’s the Corruption, Stupid
Πιο πρόσφατα, μια έρευνα κοινής γνώμης από το Ινστιτούτο Δημοσίων Υποθέσεων στη Μπρατισλάβα έδειξε υποστήριξη της κοινής γνώμης για τις μεταρρυθμίσεις που έκανε στη Σλοβακία ο Michael Dzurinda, o φιλελεύθερος Σλοβάκος πρωθυπουργός. Η υιοθέτηση του flat tax, για παράδειγμα, υποστηρίχθηκε ευρέως από το 58% των Σλοβάκων πολιτών μόλις δύο μήνες πριν τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2006. Μόνο το 31% επιθυμούσε την κατάργηση του. Η μερική ιδιωτικοποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος βρήκε ευρεία αποδοχή, από το 53% του κοινού, με το 37% να αντιτίθεται. Η μεταρρύθμιση του συστήματος Κοινωνικής Πρόνοιας είχε ευρεία αποδοχή του 47% του κοινού, με το 46% να αντιτίθεται. Αντίθετα, μόνο το 25% των ερωτηθέντων υποστήριζε τις μεταρρυθμίσεις στον Τομέα Υγειονομικής Περίθαλψης που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή μικρών πληρωμών για επισκέψεις στο νοσοκομείο, ενώ 72% ήταν αντίθετο.
Η προσωπική μου εμπειρία από την επίσκεψη στη Σλοβακία την περίοδο των κοινοβουλευτικών εκλογών του 2006 ήταν πως οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν ήταν ο κύριος λόγος για την άνοδο των λαϊκιστών. Χωρίς εξαιρέσεις, κάθε πρόσωπο με το οποίο μιλούσα διαμαρτυρόταν περισσότερο για ένα συγκεκριμένο θέμα –την ευρεία διαφθορά στους κύκλους των δημοσίων λειτουργών.
Πράγματι, η μορφή μεγάλης «ληστείας» που συνέβη στη Σλοβακία υπό τον Meciar ανήκει στο παρελθόν. Οι κυβερνητικοί υπουργοί δεν καταχρώνται πλέον στο βαθμό που το έκαναν στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Τότε, ο Meciar απλά διένειμε προνόμια στους φίλους και πολιτικούς υποστηρικτές του, με αδίστακτο κυνισμό. Για παράδειγμα, ένας κολοσσός της χαλυβουργίας στην ανατολική Σλοβακία, η VSZ, «πουλήθηκε» σε έναν από την παρέα του Meciar, τον Alexander Rezes. Πριν την πώληση, ο Rezes έλαβε ένα μεγάλης αξίας δάνειο από την κυβέρνηση του Meciar – ένα δάνειο που χρησιμοποίησε για να αγοράσει την εταιρεία. Ο Rezes, στη συνέχεια, πιστά απέδωσε ένα τμήμα του κέρδους στον Meciar, που το χρησιμοποίησε για να χρηματοδοτήσει την προεκλογική του εκστρατεία.
Σήμερα, οι ατομικές πράξεις διαφθοράς στην Κεντρική Ευρώπη έγιναν μικρότερες αλλά πιο εκλεπτυσμένες και ευρύτερα διαδεδομένες. Τείνουν να παρακάμπτουν τις νόμιμες κυβερνητικές διαδικασίες. Οι κρατικοί λειτουργοί προκηρύσσουν διαγωνισμούς βασισμένους στον ανταγωνισμό, αλλά στο τέλος επιλέγουν βάσει κριτηρίων διαφορετικών από την ποιότητα και την τιμή. Συχνά, το κάνουν αυτό για να ευνοήσουν εγχώριους παραγωγούς ή εταιρείες που ανήκουν σε φίλους και οικογένειες.
Σκεφτείτε το ακόλουθο παράδειγμα. Το 2006, η Τσεχική Βουλή αποφάσισε να αγοράσει 220 φορητούς υπολογιστές. Τέσσερις εταιρείες ανταγωνίστηκαν για ένα συμβόλαιο που, στο τέλος, απονεμήθηκε, σε μια Τσεχική εταιρεία ονόματι Autocont. Η Dell, μια αμερικάνικη εταιρεία, έκανε την καλύτερη προσφορά. Πληρούσε όλες τις τεχνικές προϋποθέσεις και προσφέρθηκε να καλύψει τα υψηλότερα μεταφορικά έξοδα. Προσέφερε, επίσης, τη χαμηλότερη τιμή των $160.000. Αντίθετα, η τιμή που προσέφερε η Autocont ήταν υπερδιπλάσιου ύψους. Τι έκανε διαφορά μεταξύ της νικήτριας και της χαμένης προσφοράς; Στους υπολογιστές της Dell, η ασύρματη σύνδεση στο διαδίκτυο ενεργοποιούταν με πάτημα ενός κουμπιού, σε αυτούς της Autocont με μοχλό. Ο κρατικός λειτουργός, που ήταν αρμόδιος για τη συμφωνία, συμφώνησε πως η μετακίνηση του μοχλού είναι δυσκολότερη από το πάτημα του κουμπιού, και αυτό θα απέτρεπε τους βουλευτές να αποκτήσουν κατά λάθος πρόσβαση στο διαδίκτυο και να διαρρεύσουν ευαίσθητα δεδομένα. Οι προσφορές αξιολογήθηκαν με μία βαθμολογική κλίμακα που ήταν ύποπτα ευνοϊκή υπέρ της Autocont. Για παράδειγμα, η υψηλότερη ταχύτητα λειτουργίας και επεξεργασίας της Dell άξιζε 1 βαθμό, ενώ ο μοχλός της Autocont άξιζε 15 βαθμούς.
Μερικές φορές, οι κυβερνητικοί ιθύνοντες απονέμουν συμβόλαια σε εταιρείες που προσφέρουν οικονομικά ή μη-οικονομικά ανταλλάγματα. Επιδοτήσεις, ανοικοδομήσεις μικρής χρονικής διάρκειας, αναβαθμίσεις πληροφοριακών συστημάτων, και αχρείαστες παροχές συμβουλών σε κυβερνητικά υπουργεία είναι ιδιαίτερα συνήθεις πηγές προσωπικού πλουτισμού για κρατικούς λειτουργούς, τις οικογένειες και τους φίλους τους, πολλοί από τους οποίους χρησιμοποιούν τον παράνομα αποκτημένο πλούτο τους για να αγοράσουν ακριβά σπίτια και αυτοκίνητα. Ο συνδυασμός υπερβολικών εξόδων που ξεπερνούν κατά πολύ τους μισθούς των αρμοδίων λειτουργών, ελευθερίας του τύπου και ιδιαίτερα καλλιεργημένων ερευνητών-δημοσιογράφων, που αποκαλύπτουν αυτά τα σκάνδαλα, μπορεί να είναι εκρηκτικός.
Παράδειγμα αποτελεί ο Ludovit Kanik, υπουργός απασχόλησης στην φιλοκαπιταλιστική κυβέρνηση του Mikulas Dzurinda (2002-2006). Μία από τις πολλές αρμοδιότητες του Kanik ήταν η χάραξη στρατηγικής κατεύθυνσης του Σλοβακικού Κράτους Πρόνοιας. Το 2005, παρ’ όλα αυτά, παραιτήθηκε αφού μια εφημερίδα έγραψε πως ο αδερφός του και ο επιχειρηματικός συνεταίρος του επρόκειτο να επωφεληθούν μιας μεγάλης κρατικής επιχορήγησης. ΄Η ο Pavol Rusko, υπουργός οικονομικών του Dzurinda (2003-2005) και αρχηγός ενός μικρού φιλελεύθερου κόμματος με το όνομα ΑΝΟ. Ο Rusko εξέδωσε προσωπικά γραμμάτια αξίας $3,4 εκατομμυρίων. Είπε πως τα είχε ξεπληρώσει, αλλά αρνήθηκε να εξηγήσει πως κατάφερε να το κάνει αυτό, δεδομένου του ότι ο μηνιαίος μισθός του ανερχόταν στις $3.250. Παραιτήθηκε.
Ομοίως, ο Σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της Τσεχίας, Stanislav Gross (2004-2005), παραιτήθηκε αφού ήταν ανίκανος να εξηγήσει πως έφτασε να κατέχει ένα πολυτελές διαμέρισμα, η τιμή του οποίου ξεπερνούσε κατά πολύ το επισήμως δηλωμένο εισόδημα του. Ένας άλλος σοσιαλιστής πρωθυπουργός, ο Milos Zerman (1998-2002), απόλυσε τον υπουργό οικονομικών του όταν η αστυνομία ξεκίνησε να ερευνά τις σκιώδεις οικονομικές συναλλαγές του τελευταίου. Ο Ivo Svoboda, όπως αποδείχθηκε, δανείστηκε $273.000 για λογαριασμό μιας εταιρείας ονόματι Liberta, και χρησιμοποίησε το δάνειο για να ξεπληρώσει χρέη της δικής του εταιρείας, της Omnia. O Svoboda κατηγορήθηκε ως απατεώνας και καταδικάστηκε σε πέντε έτη φυλάκισης.
Ο Peter Medgyessy, σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Ουγγαρίας (2002-2004), ανακρίθηκε επίσης για διαφθορά. Ο κατήγορος έφερε στην επιφάνεια πως ο Medgyessy πίεσε τη Δημαρχία της Βουδαπέστης να συμφωνήσει το 1998 στην πώληση του Παλατιού Gresham, ενός από τα αξιοθέατα της πόλης, σε έναν διαχειριστή περιουσίας ονόματι Gresco. Αν και η εταιρεία παροχής συμβουλών του Medgyessy έλαβε $143.000 για «παροχή συμβουλών» από την εταιρεία Gresco, η αστυνομία απέρριψε τις κατηγορίες.
H κυβέρνηση του Viktor Orban στην Ουγγαρία (1998-2002) είχε και αυτή μερίδιο στα σκάνδαλα και τη διαφθορά. Το 2001, ο Zoltan Szekely, που διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Δημόσιας Κατηγορίας του Ουγγρικού Κοινοβουλίου, κλήθηκε να λογοδοτήσει επειδή αποδέχθηκε μια τσάντα που περιείχε $107.000 από έναν επιχειρηματία που, προηγουμένως, έκανε αίτηση για κρατικό συμβόλαιο. Παρόμοια, ο Attila Varhegyi, πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του Fidesz, κρατικός γραμματέας στο Υπουργείο Εθνικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς, και δήμαρχος του Szolnok, κλήθηκε να λογοδοτήσει για δωροδοκία κρατικού λειτουργού και σφετερισμό κεφαλαίων. Κατ’ ισχυρισμόν, ο Varhegyi κατάφερε να καλύψει φήμες βλαπτικές για την πολιτική του εκστρατεία και έβγαλε χρήματα από την πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας, με όρους μη ευνοϊκούς για το δήμο.
Το 2001, η αστυνομία συνέλαβε τον Zbigniew Farmus, που υπηρέτησε ως βοηθός του Πολωνού υπηρεσιακού υπουργού άμυνας Romuald Szeremietiew, για δωροληψίες από συμμετέχοντες σε εξοπλιστικό διαγωνισμό με σκοπό να αποκτηθεί από την Πολωνική αεροπορία νέο μαχητικό αεροσκάφος. Η εκτιμηθείσα αξία του συμβολαίου κυμαινόταν μεταξύ $2,5 και $3,5 δισεκατομμυρίων. Οι εφημερίδες ισχυρίστηκαν πως και ο Szeremietiew είχε εμπλακεί στις δοσοληψίες. Ο Jerzy Buzek, o κεντροδεξιός Πολωνός πρωθυπουργός (1997-2001), τον απέλυσε.
Από τα παραπάνω παραδείγματα βλέπουμε πως η κοινώς αντιληπτή μορφή διαφθοράς μεταξύ κρατικών λειτουργών είναι ευρέως διαδεδομένη σε όλη την Κεντρική Ευρώπη. Ο Κατάλογος Διαφθοράς, που δημοσιεύεται από τη γερμανική μη κρατική οργάνωση Διεθνής Διαφάνεια (Transparency International), επιβεβαιώνει ότι, περίπου 17 χρόνια μετά την κατάρρευση της κομμουνιστικής εξουσίας, η διαφθορά παραμένει σοβαρό πρόβλημα στην περιοχή. Ο Κατάλογος Διαφθοράς χρησιμοποιεί μια βαθμολογική κλίμακα με τιμές από 0 μέχρι 10. Όσο υψηλότερη η τιμή, τόσο χαμηλότερη η διαφθορά. Μεταξύ του 1996 και του 2005, ο δείκτης της Τσεχίας πήγε από 5,4 σε 4,3 και ο Πολωνικός από 5,6 σε 3,4. Την ίδια περίοδο, ο δείκτης της Ουγγαρίας από 4,9 πήγε στο 5. Ο Σλοβακικός δείκτης βελτιώθηκε από 3,9 το 1998 σε 4,3 το 2005 (αυτή η ελαφρά βελτίωση δεν έσωσε την κυβέρνηση του Dzurinda από τιμωρία στις κάλπες).
Ιδιωτικός Τομέας και Διευρυμένος Δημόσιος Τομέας
Στην Κεντρική Ευρώπη, το κράτος παραμένει ο πιο σημαντικός οικονομικός «παίκτης». Σύμφωνα με τη Eurostat, το στατιστικό όργανο της Ένωσης, μεταξύ του 1995 και του 2005, οι κρατικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ έπεσαν από 54,38% σε 44,08% στην Τσεχία. Έπεσαν από 47,72% σε 42,77% στην Πολωνία και από 54,12% σε 36,83% στη Σλοβακία. Στην Ουγγαρία αυξήθηκαν από 49,92% το 1999 (το πρώτο έτος για το οποίο υπάρχουν στατιστικά στοιχεία) σε 50,61% το 2005.
Στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος της μείωσης των κρατικών δαπανών στη Σλοβακία μπορεί να αποδοθεί σε αλλαγές στη μεθοδολογία υπολογισμού των δαπανών. Σύμφωνα με τον Martin Chren, από το Ινστιτούτο Hayek στη Μπρατισλάβα:
«Ο Σλοβακικός προϋπολογισμός δεν «ισοσκελιζόταν» πριν το 2001. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως όταν ο Υπουργός Οικονομικών μεταβίβαζε 10 δις σλοβακικές κορώνες στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας για να πληρώσει αγροτικές επιδοτήσεις, τα χρήματα εμφανίζονταν δύο φορές στους κυβερνητικούς λογαριασμούς. Πρώτα εμφανίζονταν σαν έξοδα του Υπουργείου Οικονομικών και, δεύτερον, σαν έξοδα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. Αυτό σημαίνει πως οι κρατικές και κυβερνητικές στατιστικές πριν και μετά το 2000 δεν είναι συγκρίσιμες».
Επιπλέον, ο Chren παραδέχεται πως υπήρξε πραγματική μείωση στις κρατικές δαπάνες της τάξης του 2-4% του ΑΕΠ μεταξύ του τέλους της περιόδου Meciar το 1998 και της επιστροφής του το 2006.
Δεδομένου του μεγέθους του κρατικού τομέα υπό τον κομμουνισμό, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι το κράτος είχε σημαντικό ρόλο στην οικονομία κατά την αρχή της μεταβατικής περιόδου. Το 1989, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης υπολογίζει πως ο ιδιωτικός τομέας στην Τσεχία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία παρήγαγε το 5% του ΑΕΠ σε κάθε χώρα και το 30% στην Πολωνία. Το 2005, ο ιδιωτικός τομέας παρήγαγε το 80% του ΑΕΠ σε Τσεχία, Σλοβακία και Ουγγαρία και το 75% στην Πολωνία. Παρ’ όλα αυτά, οι Κεντροευρωπαϊκές κυβερνήσεις συνεχίζουν να δαπανούν το 44% του ΑΕΠ της περιοχής.
Οι επιχειρηματίες της περιοχής αντέδρασαν στις συνεχώς αυξανόμενες κρατικές δαπάνες με ένα λογικό και προβλέψιμο τρόπο. Άρχισαν να χρηματοδοτούν πολιτικά κόμματα για να εξασφαλίσουν τις μελλοντικές ροές δημοσίων συμβολαίων. Μεγάλοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί, όπως η ING στην Τσεχία και η Penta στη Σλοβακία, χρηματοδοτούν το πολιτικό σύστημα, που συμπεριλαμβάνει όλα τα μεγάλα κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς. Οι δωρεές του ιδιωτικού τομέα σε πολιτικά κόμματα δεν αποτελούν, βέβαια, φαινόμενο μόνο της Κεντρικής Ευρώπης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, και τα δύο μεγάλα κόμματα λαμβάνουν χρηματικές δωρεές από ανθρώπους που σχετίζονται με επιχειρήσεις, αλλά και εμπορικές ενώσεις. Ωστόσο, η επιρροή των επιχειρήσεων στη λήψη πολιτικών αποφάσεων έχει μεγαλύτερη διαφθείρουσα επίδραση στη δημοκρατική διαδικασία της Κεντρικής Ευρώπης. Αυτό επειδή η κυβερνητική διαφάνεια, η κοινοβουλευτική εποπτεία, η δικαστική ανεξαρτησία και η ισχύς της κοινωνίας πολιτών – τα οποία αποτελούν χρήσιμα (αν και ατελή) εργαλεία ελέγχου της ισχύς των ειδικών συμφερόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες- είναι ακόμα σχετικά υπανάπτυκτα στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.
Οι ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις των μεγάλων πολιτικών κομμάτων οδηγούν, σε κάποιο βαθμό, σε σταθερότητα και προβλεψιμότητα. Και οι επιχειρήσεις και οι πολιτικοί γνωρίζουν τους «κανόνες του παιχνιδιού». Γνωρίζουν πως η χρηματοδότηση των κομμάτων θα ανταμειφθεί με αναθέσεις κρατικών έργων και συμβολαίων, και το αντίστροφο. Τα προβλήματα έρχονται όταν μια ομάδα επιχειρηματιών αισθανθεί παραμελημένη. Μερικές από τις παρελθούσες πολιτικές κρίσεις στην περιοχή ήταν αποτελέσματα αποφάσεων από ομάδες δυσαρεστημένων επιχειρηματιών που απέσυραν την εμπιστοσύνη και την οικονομική υποστήριξη τους από τα κόμματα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η σύγκρουση μεταξύ των κατεστημένων ειδικών συμφερόντων και των νέων συνέβαλε σε πολιτική αποσταθεροποίηση και άνοδο των λαϊκιστικών κομμάτων. Η άνοδος του Smer, του κόμματος του Σλοβάκου πρωθυπουργού Robert Fico, μπορεί να αποδοθεί στη μαζική χρηματοδότηση του κόμματος από πλούσιους Σλοβάκους επιχειρηματίες, που ένιωθαν ότι παραμερίστηκαν από τη «δίκαιη μοιρασιά» κρατικών συμβολαίων. Όπως κατέγραψε το Slovak Spectator:
«Ενώ το κόμμα Smer έχει αρνηθεί με επιμονή οποιαδήποτε σύνδεση με αυτά τα άτομα, τόσο τα ονόματα στον κατάλογο υποψηφίων του Smer για τις εκλογές της 17ης Ιουνίου, όσο και τα ονόματα των εσωκομματικών υποψηφίων του κόμματος για τις υπουργικές θέσεις, περιέχουν ανθρώπους με επιχειρηματικούς δεσμούς με τον Poor και τον Siroky. Για όσους δεν ξέρουν, ο νέος Υπουργός Μεταφορών και Τηλεπικοινωνιών, Lubomir Vazny, υπηρέτησε ως μέλος συμβουλίων και πρόεδρος εποπτικών συμβουλίων της φαρμακευτικής εταιρείας Biotika Slovenska Lupca από το 1997 ως το 2003, όπου ο Vladimir Poor είχε επίσης διευθυντικό ρόλο. Ο Vazny υπηρέτησε επίσης στο διευθυντικό συμβούλιο της BAZES με τον Juraj Siroky. Το Υπουργείο Μεταφορών και Τηλεπικοινωνιών είναι βασικός φορέας στην οικονομία, όπως και στη ρύθμιση της αγοράς τηλεπικοινωνιών και στη λήψη αποφάσεων για τη χρηματοδότηση οδικών υποδομών. Ο Υπουργός Οικονομικών, Lubomir Jahnatek, ήταν διευθυντής της εταιρείας πλαστικών Plastika Nitra για περισσότερο από μία δεκαετία και στο διοικητικό συμβούλιό από το 1992 ως το 2005. Η εταιρία ελέγχεται αυτήν την περίοδο από τον Siroky, ο οποίος είναι στο διοικητικό συμβούλιο από το 1996. Το Υπουργείο Οικονομικών χειρίζεται επίσης το τεράστιο θέμα των οικονομικών , εποπτεύει την έκδοση επιχειρηματικών αδειών και των εγκρίσεων για όλα, από τις εισαγωγές παπουτσιών μέχρι τις εξαγωγές όπλων, και διαχειρίζεται τα κρατικά αποθέματα ενέργειας»
To Slovak Spectator βρήκε επίσης εκτεταμένες προηγούμενες επιχειρηματικές διασυνδέσεις μεταξύ του Poor και του Miroslav Jurena, του υπουργού Γεωργίας.
Στην Ουγγαρία, η σοσιαλφιλελεύθερη κυβερνητική συμμαχία υπό τον Gyula Horn (1994-1998) μπλέχτηκε επίσης με ένα σκάνδαλο χρηματοδότησης κομμάτων. Το 1996, η εταιρεία ιδιωτικοποιήσεων και συμμετοχών APV προσέλαβε μία δικηγόρο ονόματι Marta Tocsik για να διαπραγματευτεί τη χρηματική αποζημίωση που χρωστούσε η APV σε δήμους για ιδιωτικοποιήσεις ακίνητης περιουσίας που ανήκαν σε αυτούς. Ένα δημόσιο σκάνδαλο ξέσπασε σχετικά με την αμοιβή της Tocsik, 50% της οποίας μεταβιβάστηκε σε εταιρίες δύο πολιτικών- του Laszlo Boldvai, μέλος των κυβερνώντων σοσιαλιστών, και του Gyorgy Budai, επιχειρηματία προσκείμενου στους φιλελεύθερους. Η Tocsik μεταβίβασε 1,2 εκατ. Δολάρια στον Boldvai και 613 χιλιάδες δολάρια σε εταιρίες συμφερόντων Budai. Αυτές οι μεταβιβάσεις κίνησαν υποψίες ότι το συμβόλαιο της Tocsik ήταν μέρος μιας συμφωνίας για να χρηματοδοτηθούν υπογείως οι δύο συνεργάτες-σύμμαχοι. Το 2002 η Tocsik καταδικάστηκε σε τετραετή φυλάκιση. Ομοίως, ο Csaba Schlecht, πρώην ταμίας του Fidesz, πούλησε 17 εταιρίες σε δύο ξένους που αργότερα δήλωσαν πλήρη άγνοια για τις πωλήσεις αυτές. Οι διαδικασίες των πωλήσεων χρησιμοποιήθηκαν για να ρεύσει το χρήμα που θα τροφοδοτούσε την εκστρατεία επανεκλογής του Fidesz.
Ένα από τα μεγάλα σκάνδαλα διαφθοράς στην Τσεχία μετά την πτώση του κομμουνισμού είχε να κάνει με χρηματοδότηση του κυβερνώντος Κόμματος Πολιτικής Δημοκρατίας (ΚΠΔ). Το 1995, ένας επιχειρηματίας ονόματι Milan Srebrj έκανε δωρεά 400 χιλιάδων δολαρίων στο κόμμα. Καθώς ήταν έτοιμος να ιδιωτικοποιήσει ένα εργοστάσιο σιδήρου, κάποιος από το κόμμα αποφάσισε να καλύψει τη δωρεά αποδίδοντας την σε έναν αριθμό ψευδών δοτών. Αλίμονο, μερικοί από αυτούς τους δότες ήταν νεκροί εδώ και πολύ καιρό. Ο κατήγορος δίωξε τον Libor Novak, αναπληρωτή πρόεδρο του Κόμματος Πολιτικής Δημοκρατίας, για φορολογική απάτη. Σύμφωνα με την Τσεχική νομοθεσία, οι δωρεές σε πολιτικά κόμματα άνω ενός συγκεκριμένου ποσού απαλλάσσονται από τη φορολογία. Η δωρεά του Srebrj θα μπορούσε να φορολογηθεί, αλλά μοιρασμένη μεταξύ περισσότερων δοτών δεν μπορούσε. Το δικαστήριο απεφάνθη πως αν και είχε διαπραχθεί έγκλημα, δεν μπορούσε να αποδοθεί σε κανέναν, και έτσι ο Novak ελευθερώθηκε. Ως αποτέλεσμα, όμως, αυτού του σκανδάλου, το ΚΠΔ διαλύθηκε και η φιλελεύθερη κυβέρνηση του Vaclav Klaus κατέρρευσε.
Οι κρατικές δαπάνες δεν είναι, βέβαια, το μόνο πρόβλημα. Όπως δείχνει το ακόλουθο παράδειγμα, οι ασφυκτικές νομικές ρυθμίσεις παραμένουν σημαντική πηγή διαφθοράς. Το καλοκαίρι του 2002, οι εφημερίδες έγραψαν πως ο Lew Rywin, παραγωγός της ταινίας του Roman Polanski «Ο Πιανίστας», που κατέκτησε βραβείο Oscar, αποδέχθηκε δωροδοκία 17,5 εκατ. δολαρίων από έναν πρώην αντιφρονούντα και εκδότη της Πολωνικής ημερήσιας εφημερίδας Gazeta Wyborcza, Adam Michnik. Σε ανταλλαγή για τα χρήματα, ο Rywin υποσχέθηκε η σοσιαλιστική κυβέρνηση να παρακάμψει τη νομοθεσία περί ΜΜΕ ώστε η μητρική εταιρεία της Gazeta, Agora, να εισέλθει στην προστατευόμενη αγορά τηλεοπτικών καναλιών, όπου κυριαρχούσε το κρατικό Πολωνικό δίκτυο. Ο Rywin υποστήριξε πως μιλούσε εκ μέρους της κυβερνούσας Συμμαχίας της Δημοκρατικής Αριστεράς. Τα ΜΜΕ επίσης ανέφεραν πως ο πρωθυπουργός Leszek Miller (2001-2004), φίλος του Rywin, και ο Aleksander Kwasniewski, ο πρώην κομμουνιστής και πρόεδρος της Πολωνίας (1995-2005), γνωρίζανε την κατάσταση. Ο Miller παραιτήθηκε και η Πολωνική Αριστερά συντρίφθηκε στις εκλογές του 2005, που έφεραν στην εξουσία τους αδερφούς Kaczynski.
Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, η κρατική παρέμβαση στην οικονομία παραμένει ένα σοβαρό πρόβλημα στην Κεντρική Ευρώπη. Όσο ο κρατικός τομέας παραμένει διευρυμένος και δαιδαλώδης, θα υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για διαφθορά. Οπότε, για να μειωθεί η διαφθορά πρέπει να ελαττωθεί ο ρόλος του κράτους στην οικονομία.
Κομμουνιστική ανάμειξη στην πολιτική και τις επιχειρήσεις
Μία από τις απογοητεύσεις της διαδικασίας μετάβασης στην Κεντρική Ευρώπη είναι η συνεχής ανάμειξη πρώην κομμουνιστών και πρώην μελών της κομμουνιστικής μυστικής αστυνομίας στα ανώτερα κλιμάκια της πολιτικής. Η μονιμότητα της κομμουνιστικής ανάμειξης στην πολιτική δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένου του ότι σε καμία Κεντροευρωπαϊκή χώρα, με την εξαίρεση της Τσεχίας μετά το 1990, δεν αποκλείονταν οι κομμουνιστές από τις δημόσιες θέσεις. (Η νέα Πολωνική κυβέρνηση είναι σφόδρα αντικομουνιστική και ίσως να καταφέρει να εκδιώξει τους πρώην κομμουνιστές από τη δημόσια ζωή.)
Έτσι, στη Σλοβακία, 11 από τα 16 μέλη της κυβέρνησης Fico, μαζί και ο ίδιος ο Fico, ήταν μέλη του Σλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος πριν ο κομμουνισμός σβήσει το 1989.
Μερικές φορές, οι πολιτικοί στην περιοχή προσπαθούν να κρύψουν το πολιτικό τους παρελθόν. Όταν αυτό συμβαίνει, οι κρίσεις υποβόσκουν. Το 2002, για παράδειγμα, μια Ουγγρική εφημερίδα με όνομα Magyar Nemzet αποκάλυψε ότι ο πρωθυπουργός Peter Medgyessy εργαζόταν στο Υπουργείο Εσωτερικών πριν την πτώση του κομμουνισμού το 1989. Ο Medgyessy δήλωσε πως εργαζόταν εκεί για να προστατεύσει την Ουγγαρία από επέμβαση της Σοβιετικής KGB, αλλά λίγοι τον πίστεψαν. Στην Κεντρική Ευρώπη, τα υπουργεία εσωτερικών ήταν ο βασικός φορέας του κομμουνιστικού ελέγχου επί του πληθυσμού. Συνεπώς, οι υπάλληλοι τους ήταν πιστοί κομμουνιστές, πολλοί εκ των οποίων διορισμένοι απευθείας από τη Μόσχα. Ο Medgyessy παραιτήθηκε.
Το 1996, ο Gromoslaw Czempinski, πολωνός υπουργός εσωτερικών υποθέσεων, συγκλόνισε το έθνος με την αποκάλυψη της ταυτότητας ενός πράκτορα KGB με το κωδικό όνομα «Olin». Ο Czempinski ισχυρίστηκε ότι ο Olin δεν ήταν άλλος από τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό Jozef Oleksy. Ο Oleksy παραιτήθηκε. Ομοίως, ο Janusz Tomaszewski, ο πολωνός αναπληρωτής πρωθυπουργός, απομακρύνθηκε από την κέντρο-δεξιά κυβέρνηση του Jerzy Buzek (1997-2001) αφού κατηγορήθηκε για συνεργασία με τη μυστική κομμουνιστική αστυνομία.
Οι πρώην κομμουνιστές συνεχίζουν να έχουν μεγάλη παρουσία στην οικονομική ζωή της κεντρικής Ευρώπης. Μια μεγάλη πλειοψηφία των γραφειοκρατών που διεύθυναν τις κεντρικά προγραμματισμένες οικονομίες στην περιοχή πριν από το 1989, συμπεριλαμβανομένων των διευθυντών των κρατικών επιχειρήσεων, διευθυντών των τραπεζών, και των ειδικών εισαγωγής-εξαγωγής, ήταν μέλη των κομμουνιστικών κομμάτων ή πράκτορες της μυστικής αστυνομίας. Πολλοί ήξεραν ο ένας τον άλλον και ήταν φίλοι. Ήταν συχνά υποχρεωμένοι ο ένας στον άλλο λόγω της επικρατούσας ευνοιοκρατίας, που επέτρεψε στους πρώην κομμουνιστές να ξεφύγουν από τις δυσχέρειες της καθημερινής ζωής υπό τον κομμουνισμό, όπως, παραδείγματος χάριν, η σπανιότητα των υλικών αγαθών. Ώσπου να πέσει ο κομμουνισμός, η “κόκκινη μαφία” ήταν καλά προετοιμασμένη να εκμεταλλευθεί προς όφελος τις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες που έπονταν. Συνεπώς, οι άνθρωποι με πρόσβαση στις σχετικές οικονομικές πληροφορίες που περιελάμβαναν τη σχετική αποδοτικότητα των διάφορων κρατικών επιχειρήσεων ήταν οι πρώην κομουνιστές διευθυντές. Οι διευθυντές στράφηκαν έπειτα στους πρώην κομουνιστές τραπεζίτες, οι οποίοι παρείχαν τα δάνεια που απαιτούνταν για την ιδιωτικοποίηση των πιο προσοδοφόρων κρατικών επιχειρήσεων.
Τα πρώην μέλη της κομμουνιστικής μυστικής αστυνομίας διαδραμάτισαν έναν σημαντικό ρόλο σε αυτήν τη λεηλασία προνομίων με τη χρησιμοποίηση της υποκλοπής τηλεφωνημάτων, της παρακολούθησης, και περιστασιακά και της δολοφονίας, για να υπονομεύσουν ή για να εξοντώσουν τους πιθανούς ανταγωνιστές.
Πάρτε για παράδειγμα τον Vladimir Lexa, έναν από τους πλουσιότερους πολίτες της Σλοβακίας. Αυτός και ο γιος του, Ivan Lexa, έχουν επιχειρήσεις από κοινού. Πάρα πολύ πλούσιοι, ήταν μεταξύ των πρώτων δισεκατομμυριούχων της Σλοβακίας. Σε μια πρόσφατη συνέντευξη ο Vladimir Lexa δήλωσε, “εάν συνδυάζετε την κοινή λογική με τη σκληρή εργασία, την ανεξαρτητοποίηση, την κατανόηση και τη σοβαρότητα, πρέπει να πετύχετε.” Μια γρήγορη ματιά στο ιστορικό τους αποκαλύπτει ότι πολλά περισσότερα ήταν πίσω από τη μεγάλη περιουσία τους. Ο Ivan Lexa, παραδείγματος χάριν, διεύθυνε τη σλοβάκικη υπηρεσία πληροφοριών. Ήταν ένα από τα άτομα στα οποία δόθηκε αμνηστία από τον Meciar το 1998. Ο πατέρας του, Vladimir, ήταν ο υφυπουργός του Σλοβάκικου Κομμουνιστικού Κόμματος πριν από 1989. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, ο Vladimir Lexa “ιδιωτικοποίησε” έναν κρατικό μύλο. Αν και ο μύλος εκτιμήθηκε σε περίπου $34 εκατομμύρια, ο Lexa τον αγόρασε για $1 εκατομμύριο. Έκανε έπειτα μια περιουσία με την επεξεργασία σιταριού που αγόραζε από το κράτος για $120 ανά τόνο αν και η μέση ετήσια αγοραία τιμή ήταν πάνω από $166 ανά τόνο.
H διαφθορά υποσκάπτει τη Δημοκρατία και τον καπιταλισμό
Η διαφθορά στην Κεντρική Ευρώπη περιλαμβάνει πολλούς περισσότερους από τους εγχώριους πολιτικούς. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο κομμουνιστικός συγκεντρωτισμός αντικαταστάθηκε βαθμιαία από αποκέντρωση, λόγω και των πιέσεων που ασκούσαν οι Βρυξέλλες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι οργανωμένη στη βάση υπερεθνικών γραμμών, λόγω της κυριαρχούσας αντίληψης ότι το συγκεντρωτικό κράτος ήταν υπεύθυνο για τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά, η αποκέντρωση προωθήθηκε επίσης από τους πολιτικούς που θέλανε να εντάξουν και το λαό στη λήψη αποφάσεων και να δώσουν στους πολίτες περισσότερο έλεγχο στην ποιότητα των υπηρεσιών που λάμβαναν. Δυστυχώς, η ισχύς των οικογενειακών και επιχειρηματικών δεσμών, και η ουσιαστική ανυπαρξία οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών στην Κεντρική Ευρώπη, επέτρεψαν στη διαφθορά να εξαπλωθεί σε τοπικό επίπεδο, όπου δήμαρχοι και δημοτικά συμβούλια μετέτρεψαν την τοπική αυτοδιοίκηση σε χρυσωρυχείο.
Οι άδειες ανοικοδόμησης είναι μια ιδιαίτερα ελκυστική πηγή πρόσθετου εισοδήματος. Οι τοπικοί επιχειρηματίες που θέλουν να χτίσουν ένα εργοστάσιο ή μια αποθήκη εμπορευμάτων, παραδείγματος χάριν, πρέπει να υποβάλουν αίτηση στους ανώτερους δημοτικούς υπαλλήλους για μια άδεια ανοικοδόμησης. Κατά συνέπεια, οι οικοδομήσιμες περιοχές είναι πολύ ακριβότερες από το έδαφος που υποδεικνύεται για καλλιέργεια. Η αλλαγή στον χαρακτηρισμό είναι στα χέρια των δημοτικών αρχών. Σε τέτοιες περιστάσεις, οι επιχειρηματίες επεμβαίνουν κάποτε στην πολιτική διαδικασία με χρηματισμό του δημάρχου ή της πλειοψηφίας των δημοτικών συμβούλων. Αυτός ο τρόπος ενδείκνυται για να μπορούν να αγοράσουν γεωργικό έδαφος και να το αναπροσδιορίσουν για οικοδομικούς σκοπούς.
Εξετάστε το ακόλουθο παράδειγμα: Υπό τον όρο της διαπραγμάτευσης επένδυσης του 2005 μεταξύ της Σλοβακίας και KIA, ο νοτιοκορεατικός κατασκευαστής αυτοκινήτων και η σλοβάκικη κυβέρνηση συμφώνησαν σε μια μεγάλη οικονομική επιχορήγηση που περιελάμβανε τα έξοδα $17,6 εκατομμυρίων για κατοικίες για τους νοτιοκορεάτες διευθυντές εργοστασίων. Βλέποντας μια ενδιαφέρουσα ευκαιρία επένδυσης, ένας Σλοβάκος επιχειρηματίας αγόρασε έδαφος στο χωριό Krasnany, δίπλα στην περιοχή οικοδόμησης των εργοστασίων KIA. Ο φαινομενικός στόχος της επένδυσης ήταν ο αγροτουρισμός- νέα μορφή επιχείρησης που περιλαμβάνει τουρίστες που επισκέπτονται τα οικολογικά αγροκτήματα, τρώνε τα καλλιεργούμενα προϊόντα, και μαθαίνουν για την επαρχία. Δεδομένου ότι ο αγροτουρισμός δε θεωρείται δραστηριότητα ανάπτυξης ακίνητων περιουσιών, ο επιχειρηματίας ήταν σε θέση να αγοράσει το έδαφος για $5 ανά τετραγωνικό μέτρο. (Αντίθετα, το έδαφος για την ακίνητη ανάπτυξη στην περιοχή Krasnany πωλείται μεταξύ $12 και $17.) Για να το επιτύχει, έλαβε βοήθεια από το δήμαρχο του Krasnany, Jozef Trnka, ο οποίος τον βοήθησε για να πείσει τους χωρικούς για τα οικονομικά πλεονεκτήματα της αγοράς. Μετά από την αγορά, ο Trnka κατόρθωσε να αλλάξει τον προσδιορισμό του εδάφους. Αυτή η αλλαγή επέτρεψε στον επιχειρηματία να χρησιμοποιήσει αυτό το έδαφος για να χτίσει ένα μπλοκ κατοικιών για τους νοτιοκορεάτες και καρπώθηκε τη διαφορά μεταξύ της αξίας του εδάφους πριν και μετά από την αλλαγή στον προσδιορισμό του.
Ένα άλλο σκάνδαλο αφορά τον πολωνικό δήμο Starachowice, όπου οι πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ ήταν στενά συνδεδεμένες με οικογενειακούς και επιχειρηματικούς δεσμούς. Οι τοπικοί πολιτικοί, όπως αποδείχθηκε, προστατεύονταν από ορισμένα μέλη της Πολωνικής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου και του αναπληρωτή υπουργού εσωτερικών υποθέσεων στις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις του Jozef Oleksy (1995-1996) και Wlodzimierz Cimoszewicz (1996-1997), που τους προειδοποιούσε για τις σχετικές κινήσεις της αστυνομίας.
Η διαδεδομένη φύση της δωροδοκίας στην κεντρική Ευρώπη καθιστά τη “καθαρή” κυβέρνηση πάρα πολύ δύσκολη να επιτύχει. Παραδείγματος χάριν, οι σλοβάκοι ψηφοφόροι αντιλήφθηκαν την κυβέρνηση Dzurinda ως διεφθαρμένη, αλλά η νέα σλοβάκικη κυβέρνηση είναι πιθανό να είναι ακόμα περισσότερο. Εξάλλου, ο Meciar είναι ένα μέρος του ίδιου συστήματος. Ομοίως, στην Τσεχία, η πτώση της φιλελεύθερης κυβέρνησης το 1997 δεν έδωσε τέλος στην πολιτική δωροδοκία. Αν μη τι άλλο η δωροδοκία υπό τους Σοσιαλδημοκράτες, όπως δείχνουν σχετικοί δείκτες για την Τσεχία, παρουσιάζει αύξουσα πορεία.
Το να εκδιώξεις τον κατέχοντα υπεύθυνη θέση είναι η ευκολότερη τιμωρία που μπορεί να ασκηθεί από το εκλογικό σώμα στη διεφθαρμένη ηγεσία του. Κατόπιν το παιχνίδι των πολιτικών μουσικών καρεκλών αρχίζει εκ νέου. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο μόνο δύο πρωθυπουργοί έχουν επανέλθει στην εξουσία στην περιοχή από την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου. Ο ένας ο Dzurinda της Σλοβακίας, που επανεκλέχτηκε το 2002, εν μέρει επειδή οι υπερβολές του Meciar ήταν τόσο μεγάλες και ακόμα νωπές στη μνήμη των ανθρώπων, και εν μέρει επειδή ο Dzurinda προήδρευσε με μια ολοκαίνουργια κυβέρνηση συνασπισμού, με μικρές ομοιότητες με την προηγούμενη. Ο άλλος ήταν ο Ferenc Gyurcsany της Ουγγαρίας το 2006.
Τα σκάνδαλα δωροδοκίας δεν οδηγούν μόνο στη δημόσια οργή και τον κυνισμό προς τη δημοκρατική διαδικασία. Υπονομεύουν, επίσης, τις αξίες που είναι ευεργετικές συνολικά για το έθνος. Ειδικότερα, αυτές οι αξίες συμπεριλαμβάνουν την τιμιότητα, την εμπιστοσύνη, την αυτάρκεια και μια πίστη στα οφέλη της σκληρής εργασίας. Όλες αυτές οι επιμέρους απόψεις, πρέπει να αναφερθεί, είναι πολύ σημαντικές για την ομαλή λειτουργία της ελεύθερης αγοράς. Είναι τραγικό ότι πολλοί από τους φαινομενικά φιλελεύθερους πολιτικούς στην περιοχή δεν ανταποκρίθηκαν στις αρχές που διακήρυτταν. Συνέβαλαν στη δυσφήμιση των φιλελεύθερων κομμάτων μέσω των πράξεων τους που ήταν παρόμοιες με τις διεφθαρμένες πρακτικές των, μόνο κατ’ όνομα, φιλελεύθερων πολιτικών στη Λατινική Αμερική την προηγούμενη δεκαετία.
Ατελής, αλλά αναγκαία, η μετάβαση
Η δωροδοκία είναι ένα από τα ιστορικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Εμπειρικά, η δωροδοκία αυξάνεται και η κυβερνητική διαφάνεια μειώνεται όσο πιο ανατολικά και νότια στην Ευρώπη ταξιδεύει κανένας. Οι σχολιαστές του δέκατου ένατου αιώνα, παραδείγματος χάριν, έβλεπαν την ποιότητα της κυβέρνησης στην αυστροουγγρική αυτοκρατορία να είναι κατώτερη από αυτήν της Γερμανίας ενώ της Ρωσίας ήταν τελείως απελπιστική. Δυστυχώς, τέσσερις δεκαετίες κομμουνισμού επιδείνωσαν εκείνο το πρόβλημα. Η διάσημη τσέχικη ρήση “εάν δεν κλέβετε από το κράτος, είναι σαν να κλέβετε από την οικογένειά σας,” είχε απόλυτο δίκαιο.
Η έλλειψη κράτους δικαίου, γεγονός το οποίο διευκολύνει τη δωροδοκία, αναγνωρίζεται τώρα ως σημαντικό εμπόδιο στην ταχεία και επιτυχή οικονομική μετάβαση. Με το όφελος της ύστερης γνώσης, μερικοί οικονομολόγοι έχουν υποστηρίξει ότι η φιλελευθεροποίηση έπρεπε να έχει επιβραδυνθεί, λόγω των θεσμικών αδυναμιών στις μετα-κομμουνιστικές χώρες. Όπως έγραψε το 1999, ο οικονομολόγος και κάτοχος βραβείου Νόμπελ Joseph Stiglitz: «Η ιδιωτικοποίηση δεν είναι κανένα μεγάλο επίτευγμα-μπορεί να γίνει όποτε κάποιος το επιθυμεί –εάν στόχος είναι να παραδοθεί η ιδιοκτησία στους φίλους κάποιου. Η επίτευξη μιας ιδιωτικής, ανταγωνιστικής οικονομίας της αγοράς, αφ’ ετέρου, είναι ένα μεγάλο επίτευγμα, αλλά αυτό απαιτεί ένα θεσμικό πλαίσιο, ένα σύνολο αξιόπιστων και επιβεβλημένων νόμων και κανονισμών.»
Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει κανένας απλός τρόπος για να προωθηθούν οι νόμοι. Όπως έγραψε ο Vaclav Klaus, οικονομικός μεταρρυθμιστής και πλέον πρόεδρος της Τσεχίας: «Οι εκκλήσεις για να αναβάλουμε την αρχή του μετασχηματισμού έως ότου οι οικονομικοί θεσμοί και το κράτος δικαίου να είναι τέλεια (που ποτέ δεν είναι) ήταν. ..ανόητες. Ξέραμε ότι οι θεσμοί και η νομοθεσία είναι περισσότερο ενδογενής, παρά εξωγενής. Ξέραμε, επομένως, ότι θα έπρεπε να εξελιχθούν βαθμιαία. Αναγνωρίσαμε ότι όσο γρηγορότερα συμβεί, τόσο το καλύτερο, αλλά επίσης αναγνωρίσαμε ότι οι θεσμοί και το κράτος δικαίου δεν μπορούν να δημιουργηθούν στα γραφεία μερικών μεταρρυθμιστών.»
Επειδή τα προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται εύκολα σε ένα αδύναμο κράτος δικαίου, οι μελλοντικοί μεταρρυθμιστές πρέπει να εστιάσουν στην αντιμετώπιση των τρεχουσών αιτιών της δωροδοκίας, όπως το μέγεθος και η πολυπλοκότητα του κρατικού μηχανισμού. Τα εμπειρικά στοιχεία δείχνουν ότι η δωροδοκία και η οικονομική ελευθερία συσχετίζονται αντιστρόφως ανάλογα. Παραδείγματος χάριν, η έκθεση του Ινστιτούτου Fraser για την οικονομική ελευθερία στον κόσμο κατά το έτος 2005 διαπίστωσε ότι “με λιγότερους κανονισμούς, φόρους και δασμολόγια, η οικονομική ελευθερία μειώνει τις ευκαιρίες για δωροδοκία εκ μέρους των δημοσίων υπαλλήλων.” Πράγματι, όπως παρουσιάζει το Διάγραμμα 5, χώρες με υψηλότερο βαθμό οικονομικής ελευθερίας παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα δωροδοκίας, ενώ οι χώρες με τη λιγότερη οικονομική ελευθερία παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα δωροδοκίας.
Άλλοι ερευνητές έχουν καταλήξει σε παρόμοια συμπεράσματα. Παραδείγματος χάριν, η επιχειρησιακή έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας διαπίστωσε ότι οι ελαστικότεροι επιχειρησιακοί κανονισμοί συσχετίζονται με τα χαμηλότερα επίπεδα δωροδοκίας. Ο Vito Tanzi από την Carnegie
Endowment for International Peace διαπίστωσε ότι η αύξηση του μεγέθους του δημόσιου τομέα παρέχει στους ανώτερους δημοσίους υπαλλήλους περισσότερη δικαιοδοσία στην κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών. Αυτό, στη συνέχεια, αυξάνει την πιθανότητα διαφθοράς. Ο Alberto Ades από τη Goldman Sachs και ο Rafael Di Tella από τη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Harvard διαπίστωσαν ότι ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μειώνει τη δωροδοκία. Συνεπώς, διαπίστωσαν ότι οι ανοικτότερες οικονομίες είναι λιγότερα διεφθαρμένες. Ο Swang-Jin Wei από το Ινστιτούτο Brookings και ο Yi Wu από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διαπίστωσαν ότι χώρες με ελέγχους επί του κεφαλαίου παρουσιάζουν υψηλότερη διαφθορά.
Τα στοιχεία δείχνουν μια γενική συσχέτιση μεταξύ του μεγάλου κράτους και των υψηλότερων ποσοστών δωροδοκίας, αλλά υπάρχουν (μερικές) εξαιρέσεις στον κανόνα. Η Σουηδία, παραδείγματος χάριν, είναι γνωστή για τις υψηλές κρατικές της δαπάνες και τα χαμηλά της επίπεδα διαφθοράς. Το 2005, η σουηδική κυβέρνηση δαπάνησε σχεδόν 54% του ΑΕΠ. Επίσης το 2005, η Σουηδία εκτιμήθηκε ως η 9η λιγότερο διεφθαρμένη χώρα στον κόσμο. Αυτή η έλλειψη δωροδοκίας αποδίδεται εν μέρει στη σχετικά ελαφριά ρύθμιση και εποπτεία της οικονομίας, γιατί, όπως δηλώνει η Παγκόσμια Τράπεζα, η Σουηδία είναι η 14η ευκολότερη χώρα για να αναπτύξει κάποιος επιχειρηματική δραστηριότητα. Επίσης, οι Σουηδοί, όπως και οι πολίτες των περισσότερων αναπτυγμένων χωρών, επωφελούνται από ένα καλά οργανωμένο κράτος δικαίου. Οι κυβερνητικές δραστηριότητες υποβάλλονται σε λεπτομερή δικαστική και κοινοβουλευτική εποπτεία. Επιπλέον, εάν αποτύχουν οι συνηθισμένοι έλεγχοι και οι ισορροπίες, η κυβέρνηση μπορεί να κληθεί σε απολογία από μία ισχυρή κοινωνία πολιτών.
Δυστυχώς, η κατάσταση στην κεντρική Ευρώπη είναι αρκετά διαφορετική. Όχι μόνο οι κυβερνήσεις ξοδεύουν πολλά χρήματα, αλλά το νομικό φορτίο παραμένει σχετικά βαρύ. Παραδείγματος χάριν, η επιχειρησιακή έκθεση του 2006 διαπίστωσε ότι η Σλοβακία είχε το πιο ευνοϊκό επιχειρησιακό περιβάλλον στην κεντρική Ευρώπη, όντας 37η από τις 155 χώρες που ερευνήθηκαν. Η Σλοβακία ακολουθείται από την Τσεχία στην 41η θέση, η Ουγγαρία στην 52η θέση και η Πολωνία στην 54η θέση. Αντίθετα, οι περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές και οι χώρες της «Αγγλόσφαιρας» παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα ρυθμιστικών διακανονισμών. Μια σύγκριση της επιχειρησιακής έκθεσης του 2005 με τους δείκτες του 2005 δείχνουν ότι το ελαφρύ επίπεδο νομικών διακανονισμών και τα χαμηλά επίπεδα δωροδοκίας συσχετίζονται πράγματι. Παραδείγματος χάριν, 15 από τις 20 λιγότερο ρυθμιζόμενες οικονομίες ήταν επίσης μεταξύ των 20 λιγότερο διεφθαρμένων χωρών στον κόσμο.
Το κράτος δικαίου, που υπονομεύθηκε από τέσσερις δεκαετίες κομμουνισμού, θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο να ανακάμψει. Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση για την Οικονομική Ελευθερία στον κόσμο, οι περισσότεροι δείκτες οικονομικής ελευθερίας στην κεντρική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου του γενικού μεγέθους της κυβέρνησης, της πρόσβασης σε ρευστά χρήματα, της ελευθερίας διεξαγωγής διεθνούς εμπορίου, και του νομικού-ρυθμιστικού φορτίου, έχει βελτιωθεί μεταξύ 1995 και 2004. Δυστυχώς, η ακεραιότητα του νομικού συστήματος και η προστασία των δικαιωμάτων ατομικής ιδιοκτησίας μειώθηκαν την τελευταία δεκαετία. Επιπλέον, η δικαστική και κοινοβουλευτική επίβλεψη των πολιτικών στερείται αποτελεσματικότητας, και η κοινωνία πολιτών, αν και ισχυρότερη από ποτέ άλλοτε, παραμένει ανίσχυρη σε σχέση με τις δυτικές κοινωνίες.
Ήταν υπό εκείνες τις δύσκολες συνθήκες, επομένως, όπου συνέβη ένα από τα πιο δραματικά κοινωνικά πειράματα της ιστορίας – ο πολιτικός και οικονομικός μετασχηματισμός από την κομμουνιστική καταπίεση στο δημοκρατικό καπιταλισμό. Η πρόκληση ήταν τεράστια. Επιπλέον, δεν υπήρξε κανένα λεπτομερές σχεδιάγραμμα για τις μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να γίνουν στην περιοχή. Οι μεταρρυθμιστές ήξεραν που ήθελαν να πάνε αλλά δεν ήξεραν πώς να φθάσουν εκεί. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο μετασχηματισμός δεν ήταν μια καθαρή διαδικασία πλεύσης. Παραδείγματος χάριν, οι στημένες διαπραγματεύσεις ιδιωτικοποίησης διοχέτευσαν το νεοφανή πλούτο σε διεφθαρμένους ανώτερους υπαλλήλους και τους φίλους τους. Σήμερα, εκείνοι που συμμετείχαν σε εκείνο το πάρτι ιδιωτικοποιήσεων συνεχίζουν να απολαμβάνουν τον παράνομα αποκτημένο πλούτο τους, γεγονός το οποίο παράγει πολλή δυσαρέσκεια στο λαό. Οι στημένες διαπραγματεύσεις ιδιωτικοποίησης υπονόμευσαν επίσης τις αξίες που διαμορφώνουν τα ηθικά στηρίγματα και την ηθική νομιμοποίηση του καπιταλισμού, συμπεριλαμβανομένης της σκληρής εργασίας και του επιχειρηματικού πνεύματος.
Αντί να δημοπρατήσουν στον υψηλότερο πλειοδότη, οι κυβερνήσεις της Κεντρικής Ευρώπης συχνά πούλησαν τα κρατικά προτερήματα σε εξευτελιστικές τιμές στους πολιτικούς υποστηρικτές, τους φίλους, και τις οικογένειές τους. Το αποποιημένο εισόδημα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με ποικίλους τρόπους που κυμαίνονται από φορολογικές περικοπές μέχρι αποπληρωμής κάθε είδους χρεών. Επιπλέον, οι πρόωρες διαπραγματεύσεις ιδιωτικοποίησης αποδείχθηκαν αρκετά βρώμικες. Πολλοί από τους νέους ιδιοκτήτες των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων δεν προσπάθησαν να τις μεταπωλήσουν στους ικανότερους επιχειρηματίες. Άντ’ αυτού, είτε τους «έγδυσαν» (ένας όρος για την απαλλαγή από περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιείται στην Τσεχία και τη Σλοβακία) είτε τους οδήγησαν στην πτώχευση. Δυστυχώς, η μεταπώληση των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων στην κεντρική Ευρώπη συνεχίζει να καθυστερείται από τα γραφειοκρατικά εμπόδια, και οι νέοι αγοραστές αναγκάζονται να προσφύγουν σε δωροδοκίες.
Σημαίνει αυτό πως οι κεντροευρωπαϊκές χώρες έπρεπε να έχουν περιμένει πριν να αποξηλώσουν τις σοσιαλιστικές οικονομίες τους; Η απάντηση είναι ένα εμφατικό όχι. Το κόστος των αναβαλλόμενων μεταρρυθμίσεων, από την άποψη των επιχορηγήσεων σε ανεπαρκείς παραγωγούς και της χαμένης οικονομικής ανάπτυξης, θα ήταν απέραντο. Επιπλέον, ο Oleh Havrylyshyn, ένας οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δείχνει ότι σε ουσιαστικά όλα τα σχετικά κριτήρια που κυμαίνονται από τα ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης ως τη δωροδοκία, οι χώρες της κεντρικής Ευρώπης έδρασαν σημαντικά καλύτερα από ότι οι περισσότεροι από τους ανατολικούς γείτονές τους που ακολούθησαν τη βαθμιαία προσέγγιση. Τα συμπεράσματά του υποστηρίζονται από τη συντριπτική πλειονότητα της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας.
Εσθονία: ένα παράδειγμα άξιο μίμησης
Η επιτυχία ή η αποτυχία της διαδικασίας μετασχηματισμού στην Κεντρική Ευρώπη μπορεί να κριθεί μόνο σε σχέση με άλλες χώρες και περιοχές. Η Κεντρική Ευρώπη έχει αποδώσει πολύ καλύτερα, για παράδειγμα, από τη Ρωσία και την Ουκρανία, των οποίων οι μεταρρυθμιστικές προσεγγίσεις ήταν συμφυρματικές στην καλύτερη περίπτωση. Εντούτοις, σε σύγκριση με την Εσθονία, τον πιο ένθερμο φιλελευθεροποιητή στο μετα-κομμουνιστικό κόσμο, οι εξελίξεις στην Κεντρική Ευρώπη φαίνονται πολύ λιγότερο εντυπωσιακές.
Η Εσθονία άρχισε τις φιλελευθεροποιήσεις στο τέλος του 1992. Η κυβέρνηση κατάργησε τα δασμολόγια εισαγωγών και καθιέρωσε εισοδηματικό flat-tax. Οι εταιρικοί φόροι στα επανεπενδυμένα κέρδη έπεσαν στο μηδέν. Για να υπολογίσει τον πληθωρισμό, η κυβέρνηση καθιέρωσε έναν πίνακα τρεχουσών αξιών. Οι κρατικές επιχειρήσεις υποβλήθηκαν σε ιδιωτικοποίηση. Όπως συνέβη με όλες τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, αρχικά η εσθονική οικονομία πέρασε σε ύφεση, τόσο που πολλές αναποτελεσματικές επιχειρήσεις έκλεισαν. Μέχρι το 1995 βρισκόταν και πάλι σε άνοδο. Μεταξύ του 1995 και του 2004, το εσθονικό κατά κεφαλή ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 96% Αυτή η άνοδος ήταν 47 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη από αυτή της Ουγγαρίας, η οποία είχε την καλύτερη απόδοση μεταξύ των Κεντροευρωπαϊκών χωρών
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Ιδρύματος Fraser για την οικονομική ελευθερία στον κόσμο το 2006, η Εσθονία ήταν η 12η οικονομικά πιο ελεύθερη χώρα στον κόσμο και η πιο ελεύθερη χώρα στο μετα-κομμουνιστικό κόσμο. Ο μικρότερος ρόλος του κράτους στις ζωές του εσθονικού λαού, αντικατοπτρίζεται στις έρευνες της εσθονικής κοινής γνώμης. Παραδείγματος χάριν, μόνο 38% των Εσθονών πιστεύουν πως το κράτος έχει καταπιεστικό ρόλο. Το αντίστοιχο αποτέλεσμα στην Πολωνία, η χώρα της οποίας οι λιγότεροι πολίτες συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης αισθάνθηκαν την κυβερνητική καταπίεση, ήταν 21 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο. Ομοίως, το 70% των Εσθονών προτιμά τον ελεύθερο ανταγωνισμό. (το ποσοστό αυτό είναι 5 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο απ’ ό,τι στη Σλοβακία, της οποίας οι πολίτες ήταν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του ελεύθερου ανταγωνισμού στην Κεντρική Ευρώπη.) Αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι η χαμηλότερη κρατική παρέμβαση στην εσθονική οικονομία οδήγησε σε ανώτερη οικονομική απόδοση συγκριτικά με τις οικονομίες της Κεντρικής Ευρώπης
Μία ακόμα εντυπωσιακή διαφορά μεταξύ της Εσθονίας και της Κεντρικής Ευρώπης αφορά το βαθμό ικανοποίησης των ανθρώπων με τις ζωές τους. Όπως παρουσιάστηκε ανωτέρω, οι Κεντροευρωπαίοι τείνουν να είναι πολύ απαισιόδοξοι για τις ζωές τους. Αντίθετα, μόνο 28% των Εσθονών βρέθηκαν να είναι απαισιόδοξοι
Ο δείκτης διαφθοράς της Εσθονίας έχει βελτιωθεί από 5,7 το 1998 (το πρώτο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) σε 6,3 το 2005. Το 2005, το εσθονικό επίπεδο δωροδοκίας ήταν το χαμηλότερο στον μετα-κομμουνιστικό κόσμο. Ήταν επίσης σημαντικά χαμηλότερο από αυτόν της Ουγγαρίας με 5 βαθμούς στους 10 Αυτό το εύρημα είναι σύμφωνο με το επιχείρημα που προωθείται στο παρόν άρθρο, ότι το μέγεθος του κράτους και η διαφθορά στον μετα-κομμουνιστικό κόσμο τείνουν να συσχετίζονται.
Η ανωτέρω αντίθεση μεταξύ των μετα-κομμουνιστικών εξελίξεων στην Κεντρική Ευρώπη και την Εσθονία υποδεικνύει ότι το πραγματικό πρόβλημα της διαδικασίας μετάβασης στην Κεντρική Ευρώπη δεν είναι ότι ήταν πάρα πολύ γρήγορη, αλλά, αντιθέτως, ότι δεν ήταν αρκετά γρήγορη. Παραδείγματος χάριν, το επίπεδο κρατικών δαπανών στην Κεντρική Ευρώπη, περίπου 17 έτη μετά από την πτώση του κομμουνισμού, συνεχίζει να καταπλήσσει. Κατά μέσον όρο, αυτές οι κυβερνήσεις δαπάνησαν περίπου 44% του ΑΕΠ της περιοχής το 2005. Συγκριτικά, οι εσθονικές κρατικές δαπάνες ανέρχονταν περίπου στο 36% του ΑΕΠ. Επιπλέον, το ρυθμιστικό φορτίο της Εσθονίας ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό της Κεντρικής Ευρώπης. Σύμφωνα με την Επιχειρησιακή Έκθεση του 2006, η Εσθονία έχει το 16ο πιο ευνοϊκό περιβάλλον στον κόσμο για ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Πολύ απλά, οι οικονομίες της Κεντρικής Ευρώπης είναι τώρα πολύ πιο ελεύθερες από ότι ήταν παλαιότερα όντας κομμουνιστικά καθεστώτα, αλλά ακόμα έχουν πολύ δρόμο να διανύσουν.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως κάνει δυσκολότερες τις μελλοντικές μεταρρυθμίσεις
Ο δρόμος πλέον δεν θα είναι εύκολος. Για να αντιμετωπίσουν τη διαφθορά, οι Κεντροευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να απελευθερώσουν περαιτέρω τις οικονομίες τους και να μειώσουν τις κρατικές δαπάνες. Πράττοντας αυτά, θα αντιμετωπίσουν την αντίθεση από τα εγχώρια μεγάλα συμφέροντα. Δυστυχώς, αυτά τα μεγάλα συμφέροντα θα βοηθηθούν από έναν πανίσχυρο νέο σύμμαχο, την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υπάρχουν διάφοροι τομείς όπου η ιδιότητα μέλους της ΕΕ θα έχει αρνητικές συνέπειες στην προσπάθεια να μειωθεί το μέγεθος του κράτους στην Κεντρική Ευρώπη. Κατ’ αρχάς, ο αριθμός των κανόνων της ΕΕ που ρυθμίζουν τα πάντα, από τα περιβαλλοντικά πρότυπα μέχρι τις σχέσεις εργασίας, δεν παρουσιάζει κανένα σημάδι ελάττωσης. Στην πραγματικότητα, παρά τη δηλωμένη πρόθεση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jose Manuel Barroso να ελαττώσει τους κανονισμούς της ΕΕ κατά 25%, η εισαγωγή νέων κανονισμών από τις Βρυξέλλες αυξάνεται σημαντικά. Από τα 22.000 κομμάτια νομοθεσίας στα βιβλία καταστατικών της ΕΕ, περίπου 12.000 προσετέθησαν στα οκτώ έτη μεταξύ 1997 και 2005. Αντίθετα, “μόνο” 10.000 κανονισμοί της ΕΕ δημιουργήθηκαν μεταξύ της υπογραφής της Συνθήκης της Ρώμης το 1957 και του 1997. Με τα λόγια του John Egan, πρώην Προέδρου της Συνομοσπονδίας Βρετανικών Βιομηχανιών, “εξετάστε προσεκτικά τι πραγματικά σημαίνει ο «πόλεμος ενάντια στη γραφειοκρατία» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η λυπητερή απάντηση που θα πάρετε είναι «όχι και πολλά»”.. Το γνωρίζει από πρώτο χέρι: οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστούν άνω του 80% όλων των κανόνων που υιοθετούνται ετησίως από το Βρετανικό Κοινοβούλιο.
Δεύτερον, οι οικονομικές αναδιανομές από πλούσια σε φτωχά μέλη της ΕΕ θα συμβάλουν στη διατήρηση υψηλών επιπέδων κρατικών δαπανών στην Κεντρική Ευρώπη. Μεταξύ 2007 και 2013, η Τσεχία πρόκειται να λάβει $30,8 δισεκατομμύρια από τις Βρυξέλλες. Η Ουγγαρία, η Πολωνία, και η Σλοβακία θα λάβουν $29,2 δισεκατομμύρια, $77,6 δισεκατομμύρια και $13,3 δισεκατομμύρια, αντίστοιχα. Ο σκοπός αυτών των οικονομικών αναδιανομών, ή «κεφαλαίων υποδομών και συνοχής», είναι ο περιορισμός των άνισων ταχυτήτων οικονομικής ανάπτυξης στην ΕΕ, μέσω της χρηματοδότησης διαφόρων προγραμμάτων, από γέφυρες και δρόμους μέχρι την τεχνολογία πληροφοριών και την παιδεία. Από τη στιγμή που πολλά από τα αναπτυξιακά προγράμματα της ΕΕ απαιτούν εγχώρια συγχρηματοδότηση (π.χ. το 40% των χρημάτων για νέες οδικές αρτηρίες πρέπει να δοθεί από εγχώριους πόρους), οι Ευρωπαικές οικονομικές αναδιανομές καθιστούν αναγκαίες τις φορολογικές αυξήσεις και συμβάλλουν στη γενική κακοδιαχείριση των πόρων.
Τρίτον, η ευρωπαϊκή εμπορική πολιτική, με το σύνθετο σύστημά της δασμολογίων, ποσοστώσεων, και επιχορηγήσεων ενθαρρύνει την προσοδοθηρική συμπεριφορά των ευρωπαίων παραγωγών. Αυτοί οι παραγωγοί, είτε ιταλοί υποδηματοποιοί ή γάλλοι αγρότες, τείνουν να υπερασπιστούν τις προστατευμένες θέσεις τους και τις επιχορηγήσεις που λαμβάνουν ψηφίζοντας μη-οικονομικά φιλελεύθερα πολιτικά κόμματα. Αυτό μπορεί να καταστήσει την οικονομική μεταρρύθμιση ακόμα δυσκολότερη. Οι Εσθονοί καταναλωτές, για παράδειγμα, ευνοήθηκαν από ένα καθεστώς ελευθέρου εμπορίου στην περιοχή πριν την ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Η ιδιότητα του μέλους της ΕΕ μπορεί να αλλάξει τις δυναμικές της πολιτικής οικονομίας της Εσθονίας δημιουργώντας ένα μπλοκ ψηφοφόρων που θα αντιτίθεται στις μελλοντικές μεταρρυθμίσεις.
Οι ανωτέρω συνέπειες της ιδιότητας μέλους της ΕΕ είναι πιθανό να συμβάλουν στη διαιώνιση της κουλτούρας της διαφθοράς στην Κεντρική Ευρώπη. Εξάλλου, οφείλεται κυρίως στις ανησυχίες για διαφθορά το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, που εποπτεύει τα ευρωπαϊκά έξοδα, αρνείται να πιστοποιήσει τους ισολογισμούς της ΕΕ. Στην αναφορά τους για το 1999, οι Ευρωπαίου ελεγκτές ανακάλυψαν πως αυτή η απάτη κόστισε στην ΕΕ περίπου το 5% του συνολικού προϋπολογισμού της. Για παράδειγμα, αγρότες δήλωσαν επιχορηγήσεις για ελαιόδεντρα που δεν υπήρχαν και εταιρείες ζήτησαν πληρωμές για διανομές φαγητού σε φτωχούς που ποτέ δεν έγιναν. Επιπροσθέτως, οι ελεγκτές ανακάλυψαν κακή διαχείριση των προγραμμάτων περιφερειακής ανάπτυξης και εξωτερικής πολιτικής, καθώς και κακή διαχείριση των κονδυλίων για ερευνητικά προγράμματα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το Δικαστήριο απεφάνθη πως η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτυγχάνει στην καταγραφή των τεράστιων ετήσιων επιδοτήσεων, και το 91% του προυπολογισμού της βρίθει λαθών ή δεν μπορεί να εξακριβωθεί-επαληθευθεί. Το Δικαστήριο απόδειξε πως οι αγροτικές επιδοτήσεις ήταν ο πιο σημαντικός παράγοντας διαφθοράς. Επισήμως, «Οι έλεγχοι σε αιτήσεις για επιδότηση στην εκτροφή αγελάδων απέδειξαν το 50,2% των ζώων στην Πορτογαλία και το 31,2% στην Ιταλία ήταν ψεύτικο. Ο δείκτης σφάλματος στις εκτροφές και τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις ήταν 89,7% στο Λουξεμβούργο, 429% στη Σουηδία, 34,5% στη Γαλλία, και 19,2% στη Βρετανία, παρά την αυξημένη χρήση δορυφορικών φωτογραφιών για να εντοπιστούν οι απάτες.»
Σύνοψη
Η σχέση μεταξύ της ανόδου των λαϊκιστικών κομμάτων αφ’ ενός, και της δωροδοκίας, των κρατικών δαπανών και της πολυνομίας αφ’ ετέρου είναι πολύπλοκη. Πολλοί παράγοντες πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να ερμηνευθούν κατάλληλα οι πρόσφατες εξελίξεις στην Κεντρική Ευρώπη. Αυτό το άρθρο προσφέρει μια ερμηνεία: η διάδοση της διαφθοράς στην Κεντρική Ευρώπη συνδέεται με την κρατική παρέμβαση στην οικονομία, η οποία, στη συνέχεια, έχει οδηγήσει στην ανυποληψία της πολιτικής ελίτ και την άνοδο της λαϊκιστικής πολιτικής.
Η οικονομική φιλελευθεροποίηση στην κεντρική Ευρώπη παραμένει ατελής. Ο επιχειρησιακός τομέας έχει αντιδράσει στις διαστρεβλώσεις που προκαλούνται από τις αλόγιστες κρατικές δαπάνες και τους υπερβολικούς κανονισμούς προσαρμόζοντας ανάλογα τη συμπεριφορά του. Δεδομένου ότι το ρυθμιστικό περιβάλλον είναι πάρα πολύ σύνθετο και δαπανηρό, οι επιχειρηματίες τα καταφέρνουν με την προσφυγή στη δωροδοκία. Δεδομένου του ότι οι κυβερνήσεις στην περιοχή ξοδεύουν πολλά χρήματα και εξαγγέλουν ιδιωτικές επενδύσεις, οι επιχειρηματίες έχουν αρχίσει να καλύπτουν τις ανάγκες τους και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τις αναθέσεις κρατικών συμβολαίων. Με αυτό τον τρόπο, βρήκαν πρόθυμους συνεργάτες μεταξύ χιλιάδων ισχυρών γραφειοκρατών, πολλοί από τους οποίους ακολουθούν σταδιοδρομίες στη δημόσια διοίκηση με προσδοκία μη δεδουλευμένων χρηματικών οφελών.
Το κοινό, που σηκώνει το βαρύτερο φορτίο ενός διεφθαρμένου, αναποτελεσματικού και καταπιεστικού κράτους, επέφερε τη μόνη διαθέσιμη τιμωρία για τους κυβερνώντες-την αποπομπή τους από την εξουσία. Δεδομένου ότι πολλοί από εκείνους τους ατιμασμένους πολιτικούς καπηλεύτηκαν δημόσια τις αρετές του φιλελευθερισμού και της ελεύθερης αγοράς, τα φιλελεύθερα κόμματα έχουν υποστεί, επίσης, κάποια απώλεια δημοτικότητας.
Εντούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι ο φιλελευθερισμός είναι νεκρός. Με τον καιρό, το κοινό στην κεντρική Ευρώπη θα διαπιστώσει ότι οι νέοι κυβερνήτες του είναι εξίσου διεφθαρμένοι με εκείνους που προηγήθηκαν. Δεδομένου ότι οι λαϊκιστές είναι απίθανο να μειώσουν το μέγεθος και το ρόλο της κυβέρνησης στις οικονομίες τους, θα είναι ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τις τρέχουσες αιτίες της διαφθοράς. Αυτό, στη συνέχεια, θα υπονομεύσει τη δημοτικότητα και τη στήριξή τους στις εκλογές.
Εν καιρώ, τα φιλελεύθερα κόμματα θα επιστρέψουν, με καινούριους και νεώτερους ηγέτες. Όταν οι φιλελεύθεροι έρθουν στην εξουσία, θα πρέπει να τελειώσουν τη δουλειά που οι προκάτοχοί τους άρχισαν μετά από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Η δικαιοδοσία και η ρυθμιστική δύναμη των εθνικών, περιφερειακών, και τοπικών κυβερνήσεων θα πρέπει να μειωθούν ουσιαστικά, και το ίδιο και ο αριθμός των γραφειοκρατών. Η δημόσια διοίκηση θα πρέπει να απλοποιηθεί και να γίνει περισσότερο διαφανής. Ιδιαίτερης σπουδαιότητας θα είναι η ουσιαστική ελάττωση των κρατικών εξόδων. Αυτά τα μέτρα θα ωθήσουν αρκετά προς τη μείωση της διαφθοράς στην περιοχή. Αλλά η νέα γενιά των φιλελεύθερων πολιτικών στην περιοχή θα πρέπει να είναι ταπεινότερη και τιμιότερη. Θα πρέπει να φανούν αντάξιοι των αρχών που κηρύσσουν. Ίσως τότε το λαμπρό μέλλον του φιλελευθερισμού στην Κεντρική Ευρώπη να εξασφαλιστεί αληθινά.
———————————————————————————
*To άρθρο αναδημοσιεύεται στα πλαίσια της συνεργασίας του e-Rooster με το Ινστιτούτο Cato.
Η μετάφραση του πρωτότυπου, για λογαριασμό του e-Rooster, έγινε από τον Σταύρο Βουρλούμη
Σημειώσεις: