"Για μια νέα Ελευθερία" του Murray Rothbard (1o Κεφάλαιο:Η μόλυνση του περιβάλλοντος)

Η μόλυνση του περιβάλλοντος



Toυ Murray Rothbard*

μονάχα τα ατομικά ιδιοκτησιακά δικαιώματα θα εξασφαλίσουν το τέλος της μόλυνσης των φυσικών πόρων

Εντάξει: Aς δεχτούμε ότι τα πλήρη ατομικά ιδιοκτησιακά δικαιώματα στις πλουτοπαραγωγικές πηγές και η ελεύθερη αγορά θα συντηρούν και θα δημιουργούν (νέες) πλουτοπαραγωγικές πηγές , θα το κάνουν δε πολύ καλύτερα από τις κυβερνητικές ρυθμίσεις : τι θα γίνει τότε με το πρόβλημα της μόλυνσης του περιβάλλοντος; Δε θα υποστούμε μια άγρια μόλυνση από την ανέξελεγκτη ¨καπιταλιστική απληστία¨;

Εδώ , πρώτα απ’όλα έχουμε το εξής σκληρό,επιβεβαιωμένο από την εμπειρία γεγονός. Η κρατική ιδιοκτησία , ακόμα και ο σοσιαλισμός, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν η λύση στο πρόβλημα της μόλυνσης. Μέχρι και οι πιο αδιάλλακτοι υπερασπιστές του κυβερνητικού σχεδιασμού στην οικονομία αναγνωρίζουν ότι η μόλυνση της λίμνης Bαϊκάλης στην Σοβιετική Ένωση αποτελεί μνημείο βιομηχανικής μόλυνσης ενός πολύτιμου φυσικου πόρου. Αλλά το ζήτημα είναι πολύ πιο βαθύ. Σημειώστε για παράδειγμα τις δύο βασικές περιοχές όπου η μόλυνση έχει γίνει σημαντικό πρόβλημα. Τον αέρα και τις υδάτινες οδούς,ιδίως τα ποτάμια. Αυτοί όμως είναι ακριβώς οι δύο από τους κύριους τομείς της κοινωνίας όπου δεν επιτράπηκε η λειτουργία της ατομικής ιδιοκτησίας.

Πρώτα τα ποτάμια. Τα ποτάμια, και οι ωκεανοί το ίδιο, ανήκουν γενικά στην ιδιοκτησία της κυβέρνησης. Η ατομική ιδιοκτησία , φυσικά η απόλυτη ατομική ιδιοκτησία, δεν επιτράπηκε στο νερό. Στην ουσία λοιπόν η κυβέρνηση κατέχει τα νερά. Αλλά η κυβερνητική ιδιοκτησία δεν είναι αληθινή ιδιοκτησία, επειδή οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι αν και μπορούν να ελέγχουν την πηγή, δεν μπορούν να δρέψουν την αξία του κεφαλαίου τους στην αγορά. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δε μπορούν να πουλήσουν τους ποταμούς ή το υλικό που είναι αποθηκευμένο μέσα τους. Έτσι δεν έχουν κανένα οικονομικό κίνητρο για να διατηρήσουν την αγνότητα και την αξία των ποταμών. Οι ποταμοί λοιπόν είναι από οικονομικής απόψεως, μη-ιδιόκτητοι. Συνεπώς οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι επέτρεψαν τη φθορά και τη μόλυνση τους. Ο καθένας μπορούσε να πετά ρυπαρά απορρίματα και απόβλητα στα νερά. Σκεφτείτε τώρα τι θα γινόταν αν ιδιωτικές εταιρείες ήταν δυνατό να αποκτήσουν τους ποταμούς και τις λίμνες. Αν μια ιδιωτική εταιρεία είχε στην ιδιοκτησία της τη λίμνη Είρυ για παράδειγμα τότε οποιοσδήποτε έριχνε απορρίματα θα μηνυόταν στα δικαστήρια για την επιθετικότητα του ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία και θα εξαναγκαζόταν από αυτά να πληρώσει για τις ζημιές, να σταματήσει και να απέχει από κάθε περαιτέρω επιθετικότητα.. Έτσι, μονάχα τα ατομικά ιδιοκτησιακά δικαιώματα θα εξασφαλίσουν το τέλος της μόλυνσης των φυσικών πόρων. Μόνο επειδή τα ποτάμια είναι μη-ιδιόκτητα, δεν υπάρχει κανείς ιδιοκτήτης για να αντιδράσει και να υπερασπιστεί την πολύτιμη πηγή του από επιθέσεις. Αν αντίθετα ο οποιοσδήποτε πετούσε σκουπίδια ή ρυπογόνα υλικά σε μια ιδιόκτητη λίμνη(όπως είναι πολλες μικρές λίμνες) δε θα του επιτρεπόταν να το κάνει για πολύ, ο ιδιοκτήτης θα ερχόταν μουγκρίζοντας προς υπεράσπιση της. Όπως γράφει ο καθηγητής Dolan:

Τo υπάρχον δίκαιο ¨ιδιωτικοποίησης¨ στις δυτικές πολιτείες παρέχει ήδη τη βάση για πλήρη ¨κληρουχικά¨ ιδιοκτησιακά δικαιώματα στους ποταμούς. Με την Τζένεραλ Μότορς να είναι η ιδιοκτήτρια του ποταμού του Μισσισίπη, μπορείτε να είστε σίγουροι ότι οι αυστηρες χρεώσεις για την έκλυση ρυπογόνων υλικών θα λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη από τις παρόχθιες επιχειρήσεις και οικισμούς κι ότι το νερό θα διατηρούνταν αρκετά καθαρό για να μεγιστοποιεί τα έσοδα από τις μισθώσεις σε εταιρίες που θα διεκδικούσαν δικαιώματα για πόσιμο νερό, αναψυχή και ψάρεμα για εμπορικούς σκοπούς.

Αν η κυβέρνηση ως ιδιοκτήτης επέτρεψε την μόλυνση των ποταμών , η κυβέρνηση επίσης υπήρξε ο μεγαλύτερος ενεργός ΄΄ρυπαντής΄΄ είδικά στο ρόλο της ως εκφορτωτρια των κοινοτικών αποβλήτων. Υπάρχουν ήδη χαμηλού κόστους χημικές τουαλέτες που μπορούν να απανθρακώσουν τα απόβλητα δίχως να μολύνουν τον αέρα, τη γη ή το νερό. Αλλά ποιος θα επενδύσει σε χημικές τουαλέτες όταν οι τοπικές κυβερνήσεις απομακρύνουν τα απόβλητα δωρεάν για τους πελάτες τους; Aυτό το παράδειγμα τονίζει ένα πρόβλημα παρόμοιο με την αναχαίτιση της τεχνολογίας των υδατοκαλλιεργειών εξαιτίας της απουσίας της ατομικής ιδιοκτησίας (στα νερά) . Αν οι κυβερνήσεις σαν ιδιοκτήτες των ποταμών επιτρέπουν την μόλυνση του νερού, τότε η βιομηχανική τεχνολογία θα γίνει και έχει γίνει μια τεχνολογία ρυπογόνος για το νερό. Αν οι παραγωγικές διαδικασίες μπορούν να μολύνουν ποταμούς δίχως ελέγχο από τους ιδιοκτήτες τους , τότε αυτό θα είναι το είδος της τεχνολογίας παραγωγής που θα έχουμε.

Aν το πρόβλημα της μόλυνσης του νερού μπορεί να γιατρευτεί με την αναγνώριση ατομικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στο νερό τότε τι μπορεί να γίνει με την μόλυνση του αέρα; Πώς είναι δυνατό να βρουν οι ελευθεριακοί μια λύση για αυτό το σοβαρό πρόβλημα; Σίγουρα δεν μπορεί να υπάρξει ατομική ιδιοκτησία στον αέρα; Η απάντηση είναι: ναι, μπορεί. Έχουμε ήδη δει πώς οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες μπορούν να αποτελέσουν ατομική ιδιοκτησία. Το ίδιο θα ήταν δυνατό να γίνει και με τους διαύλους των αερογραμμών. Τα δρομολόγια των αερογραμμών π.χ. που προορίζονται για εμπορικούς σκοπούς θα μπορούσαν να ανήκουν σε ιδιώτες. Δεν έχουμε την ανάγκη μιας αεροπορικής δημόσιας υπηρεσίας για να χαράζει και να περιορίζει τα δρομολόγια μεταξύ των διάφορων πόλεων.

Αλλά στην περίπτωση της μόλυνσης του αέρα δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με την ατομική ιδιοκτησία επί του αέρα όσο με την προστασία της ιδιοκτησίας των πνευμόνων, των αγρών και των δένδρων κάποιου. Το κρίσιμο σημείο σχετικά με την μόλυνση του αέρα είναι ότι ο ρυπαίνων στέλνει ανεπιθύμητα και απρόσκλητα ρυπογόνα στοιχεία –από καπνό μέχρι πυρηνικά απόβλητα και οξείδια του θείου διαμέσω του αέρα στους πνεύμονες των αθώων θυμάτων καθώς και στην υλική τους ιδιοκτησία. Όλες αυτές οι εκλύσεις που τραυματίζουν το άτομο ή την περιουσία συνιστούν προσβολή ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία των θυμάτων. Η μόλυνση του αέρα σε τελική ανάλυση συνιστά προσβολή ανάλογη με τον εμπρησμό της ιδιοκτησίας του άλλου, ή το σωματικό τραυματισμό του. Η μόλυνση του αέρα που τραυματίζει άλλους ανθρώπους είναι αμιγής και καθαρή προσβολή. Η κύρια λειτουργία της κυβέρνησης, των δικαστηρίων και της αστυνομίας είναι να εμποδίσουν την προσβολή (της ατομικής ιδιοκτησίας). Κι όμως η κυβέρνηση απέτυχε σ’αυτό της το καθήκον και δεν κατάφερε να εξασκήσει την άμυντική της λειτουργία ενάντια στην μόλυνση του αέρα. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι η αποτυχία δεν υπήρξε αποκλειστικό αποτέλεσμα της άγνοιας, μια απλή χρονοκαθυστέρηση ανάμεσα στην αναγνώριση ενός νέου τεχνολογικού προβλήματος και στην αντιμετώπιση του. Γιατί αν και κάποιοι από τους σύγχρονους ρυπαντές ξεσκεπάστηκαν μόλις πρόσφατα, η κάπνα των εργοστασίων και πολλά από τα αρνητικά της αποτελέσματα ήταν γνωστά ήδη από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης , γνωστά στο βαθμό που τα αμερικάνικα δικαστήρια στα τέλη- και πιο πίσω, από τις αρχές- του 19ου αιώνα πήραν την ανελεύθερη απόφαση να επιτρέψουν την καταπάτηση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων από τον εργοστασιακό καπνό. Για να το καταφέρουν τα δικαστήρια έπρεπε να αλλάζουν και να αποδυναμώνουν τις άμυνες των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων που ενυπήρχαν στο αγγλοσαξωνικό κοινό δίκαιο –και το έκαναν-.Πριν από τα μέσα και τέλη του 19ου αιώνα οποιαδήποτε μόλυνση του αέρα που προκαλούσε βλάβες θεωρούνταν αδικοπραξία , μια διατάραξη ενάντια στην οποία το θύμα θα μπορούσε να ασκήσει αγωγή και κατά της οποίας θα μπορούσε να εξασφαλίσει δικαστική εντολή για παύση και αποχή από κάθε περαιτέρω εισβολή στα περιουσιακά του δικαιώματα. Αλλά κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα τα δικαστήρια συστηματικά αλλοίωσαν το νόμο περί αμέλειας και το νόμο περί διαταράξεως για να επιτρέψουν κάθε μόλυνση του αέρα που δεν ήταν ασυνήθιστα μεγαλύτερη από τη μόλυνση οποιασδήποτε ανάλογης επιχείρησης και που δεν ήταν περισσότερο εκτεταμένη από την εθιμική πρακτική των «φίλων» ρυπαντών.

Καθώς τα εργοστάσια άρχισαν να υψώνονται και να εκπέμπουν καπνό, καταστρέφοντας τα δένδρα των γειτόνων αγροτών οι τελευταίοι πήγαιναν τους κατασκευαστές στο δικαστήριο για να εμποδίσουν-εξαιτίας των βλαβών και των διαταράξεων- κάθε περαιτέρω εισβολή στην ιδιοκτησία τους. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν οι δικαστές να πουν…

“λυπόμαστε, γνωρίζουμε ότι ο βιομηχανικός καπνός εισβάλλει και παρεμβάλλεται στα ιδιοκτησιακά σας δικαιώματα αλλά υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από τα απλά ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Και αυτή είναι η δημόσια πολιτική, το “κοινό καλό”. Και το κοινό καλό υπαγορεύει ότι η βιομηχανική πρόοδος είναι ένα καλό πράγμα και γι’αυτό τα απλά ιδιοκτησιακά σας δικαιώματα θα πρέπει να παραβλεφθούν για χάρη της “γενικής ευμάρειας”

Και τώρα όλοι μας πληρώνουμε το πικρό τίμημα αυτής της παραβίασης των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων με τη μορφή παθήσεων του πνεύμονα και κάθε λογής ασθενειών. Και όλα αυτά για το “κοινό καλό “!17

Αυτή ήταν η αρχή που καθοδήγησε τα δικαστήρια κατά τη διάρκεια της «εποχής του αέρα» όπως μπορεί να διαπιστωθεί στην απόφαση των δικαστηρίων του Οχάιο για την υπόθεση Αντόνικ ενάντιον Τσάμπερλαιν (1947) . Οι κάτοικοι μιας προαστειακής περιοχής δίπλα στο Ακρον δίωξαν δικαστικώς τους εναγόμενους για να τους εμποδίσουν να λειτουργήσουν ένα ιδιωτικό αεροδρόμιο. Η βάση της αγωγής ήταν παραβίαση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων εξαιτίας του υπερβολικού θορύβου. Αρνούμενο να πάρει μια τέτοια απόφαση το δικαστήριο διακήρυξε:

“Στη δουλειά μας, της απόδοσης δικαιοσύνης επί αυτής της υπόθεσης αν και ως δικαστήριο ισότητας θα πρέπει να ζυγίσουμε μόνο τα συμφέροντα του ιδιοκτήτη του αεροδρομίου και των γειτονικων γαιοκτητόρων χρειάζεται επιπλέον να αναγνωρίσουμε και τη δημόσια πολιτική της γενιάς στην οποία ζούμε. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ίδρυση ενός αεροδρομίου είναι μεγάλης σημασίας για το κοινό και αν ένα τέτοιο αεροδρόμιο κλείσει ή αν η ίδρυση του αποφευχθεί οι συνεπειες δε θα πληξουν σοβαρά μόνο τον ιδιοκτήτη του αερολιμένα αλλά μπορεί να σημαίνουν τη σοβαρή απώλεια πολύτιμων κερδών για όλη την κοινότητα”.

Για να περιορίσουν τα εγκλήματα των δικαστών , οι νομοθεσίες, ομοσπονδιακές και πολιτειακές, προσπάθησαν να θωρακίσουν την προσβολή εμποδίζοντας τα θύματα να επιδοθούν σε συλλογικές αγωγές ενάντια στους ρυπαίνοντες. Προφανώς, αν ένα εργοστάσιο μολύνει την ατμόσφαιρα μιας πόλης όπου βρίσκονται δεκάδες χιλιάδες θύματα δεν είναι πρακτικό για το κάθε θύμα να εναγάγει τον ρυπαίνοντα προκειμένου να εισπράξει τις προβλεπόμενες αποζημιώσεις (αν και μια δικαστική απαγορευτική εντολή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά από ένα «μικρό» θύμα) Το κοινό δίκαιο λοιπόν αναγνωρίζει το δικαίωμα συλλογικών αγωγών (αγωγών συλλογικής δράσης) με τις οποίες ένα ή λίγα θύματα μπορούν να ενάγουν τον φορέα της προσβολής για λογαριασμό όλης της ομάδας των θυμάτων.Αλλά οι νομοθεσίες συστηματικά κήρυξαν παράνομες τέτοιες συλλογικές αγωγές σε περιπτώσεις μόλυνσης του περιβάλλοντος. Για το λόγο αυτό ένα θύμα μπορεί να ενάγει με επιτυχία τον ρυπαίνοντα που το τραυματίζει ατομικά, σε μία ιδιωτική «ένας-εναντίον-ενός» αγωγή. Αλλά του απαγορεύεται νομικά να δράσει ενάντια σε έναν μαζικώς ρυπαίνοντα που πλήττει έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων σε μια δοσμένη περιοχή! Όπως γράφει ο Φρανκ Μπαμπ «Είναι σαν η κυβέρνηση να σου έλεγε ότι θα σε προστατεψει από έναν διαρρήκτη που θα προσπαθήσει να κλέψει μόνο εσένα αλλά ότι δε θα σε προστατέψει αν ο διαρρήκτης κλέψει και όλους τους άλλους στη γειτονιά»

Ο θόρυβος επίσης είναι μια μορφή ρύπανσης του αέρα. Ο θόρυβος είναι το προϊόν των ηχητικών κυμάτων που διασχίζει τον αέρα βομβαρδίζοντας και εισβάλλοντας στην ατομική ιδιοκτησία και τη φυσική υπόσταση άλλων ανθρώπων. Μόλις πρόσφατα οι ειδικοί άρχισαν να διερευνούν τα καταστροφικά αποτελέσματα του θορύβου στην ανθρώπινη φυσιολογία. Και πάλι, ένα ελευθεριακό νομικό σύστημα θα επέτρεπε αγωγές συλλογικής δράσης, αγωγές αποζημίωσης και απαγορευτικές δικαστικές αποφάσεις ενάντια στον υπέρμετρο και ζημιογόνο θόρυβο, ενάντια στην «ηχορύπανση».

Η θεραπεία λοιπόν ενάντια στη ρύπανση του αέρα είναι ολοφάνερη και δεν έχει σε τίποτα να κάνει με κυβερνητικά προγράμματα πολλών εκατομμυρίων δολλαρίων εις βάρος των φορολογουμένων, τα οποία ούτε καν αγγίζουν το πραγματικό πρόβλημα. Η λύση είναι, τα δικαστήρια να επιστρέψουν απλά στη λειτουργία τους της προστασίας των ατόμων και των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ενάντια σε εισβολές και γι’αυτό να εμποδίσουν τον οποιονδήποτε να εκπέμπει ρυπους στον αέρα. Aλλά τι συμβαίνει με τους υπέρμαχους της ρύπανσης που υποστηρίζουν την βιομηχανική πρόοδο? Και τι θα συμβεί με τα αυξημένα κόστη που θα πρέπει να καλυφθούν από τον καταναλωτή? Και τι θα γίνει με την παρούσα ρυπογόνα τεχνολογία μας?

Το επιχείρημα ότι μια τέτοια δικαστική απαγόρευση ενάντια στη μόλυνση του περιβάλλοντος θα προκαλούσε την αύξηση του κόστους της βιομηχανικής παραγωγής είναι τόσο εσφαλμένο όσο και το επιχείρημα πριν τον εμφύλιο πόλεμο, ότι η κατάργηση της σκλαβιάς θα αύξανε το κόστος του βαμβακιού και ότι γι’αυτό η κατάργηση, αν και ηθικά ορθή, ήταν μη-πρακτική. Γιατί τούτο σημαινει ότι οι μολυντές είναι δυνατό να φορτώνουν όλα τα κόστη της ρύπανσης σ’εκείνους των οποίων τους πνεύμονες και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα μπορούν αδίστακτα να παραβιάζουν..

Περαιτέρω, το επιχείρημα του κόστους και της τεχνολογίας παραβλέπει το κρίσιμο γεγονός ότι αν η μόλυνση του αερα επιτραπεί να συνεχιζεται αδίστακτα τότε δε θα υπάρξει κανένα κίνητρο για την ανάπτυξη μιας τεχνολογίας που δε θα ρυπαίνει. Αντιθέτως το κίνητρο θα συνεχίσει να λειτουργεί υπέρ της αντίθετης πλευράς ,όπως συνέβη επί εναν αιώνα. Υποθέστε για παράδειγμα ότι τις μέρες που τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά χρησιμοποιούνταν για πρώτη φορά τα δικαστήρια είχαν αποφασίσει τα ακόλουθα:

“υπό φυσιολογικές συνθήκες θα ήμασταν αντίθετοι στο να εισβάλλουν φορτηγά σε κήπους ανθρώπων, καθώς θα το εκλαμβάναμε ως εισβολή στην ατομική ιδιοκτησία και θα επιμέναμε τα φορτηγά να περιοριστούν στους δρόμους, ασχέτως του προβλήματος της κυκλοφορίας. Αλλά τα φορτηγά είναι πολύ σημαντικά για την κοινωνική ευημερία και γι’αυτό κρίνουμε ότι θα πρέπει να τους επιτρέπεται να διασχίζουν όσους κήπους επιθυμούν εάν κρίνουν ότι αυτό θα μειώσει τα κυκλοφοριακά τους προβλήματα”

Αν τα δικαστήρια είχαν αποφασίσει κατ’αυτόν τον τρόπο τότε οι κήποι θα καταστρέφονταν συστηματικά από τα φορτηγά. Και κάθε προσπάθεια να σταματήσει αυτή η κατάσταση θα αποκρούονταν στο όνομα των σύγχρονων μεταφορικων αναγκών!! To νόημα είναι ότι ακριβώς έτσι τα δικαστήρια αντιμετώπισαν την μόλυνση του αέρα, μόλυνση που είναι πολύ πιο καταστροφική για όλους μας από το να τριγυρνάς σε κήπους. Από την πρώτη λοπόν στιγμή η κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως για μια ρυπογόνο τεχνολογία. Δεν είναι άξιο απορίας λοιπόν το γιατί αυτή είναι η τεχνολογία που έχουμε. Η μόνη λύση είναι να εξαναγκάσουμε τους ρυπαίνοντες εισβολείς να σταματήσουν την εισβολή τους και έτσι να επανακατευθύνουν την τεχνολογία σε μη-ρυπαίνοντα ή και αντιρυπαντικά κανάλια.

Ήδη ακόμα και στο δικό μας αναγκαστικά πρώτογονο επίπεδο αντιρυπαινουσας τεχνολογίας έχουν εξελιχτεί τεχνικές για να πολεμήσουμε την μόλυνση του αέρα και την ηχορύπανση. Ηχομονώσεις μπορούν να εγκατασταθούν σε θορυβώδη μηχανήματα, που θα εκπέμπουν ηχοκύματα αντίρροπα προς τα κύματα των μηχανών οπότε θα μπορούν να εκμηδενίζουν αυτούς τους καταστροφικούς θορύβους. Τα αέρια απόβλητα μπορούν μάλιστα να επανασυλλεχτούν καθώς βγαίνουν από τις καμινάδες και να ανακυκλωθούν για να αποδώσουν προϊόντα χρησίμα στη βιομηχανία.Έτσι το διοξείδιο του θείου, ένα πολύ τοξικό αέριο απόβλητο μπορεί να συλλεχθεί και να ανακυκλωθεί για να παράξει το οικονομικά πολύτιμο θειικό οξύ. Οι σε υψηλό βαθμό ρυπογόνες εξατμίσεις θα πρέπει ή να διορθωθούν με νέες συσκευές ή να αντικατασταθούν ολοκληρωτικά είτε από μη-ρυπαίνουσες μηχανές όπως οι ντίζελ, ή οι τουρμπίνες αερίου, ατμού, ή τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.Και όπως τονίζει ο ελευθεριακός μηχανικός συστημάτων Τ.Poole jr, τα κόστη για την εγκατάσταση μη ρυπαίνουσας ή αντιρυπαντικής τεχνολογίας τελικά θα περάσουν στους καταναλωτές των προιόντων της εκάστοτε εταιρίας, σε κείνους που επιλέγουν να συναλλαχθούν με την εταιρία, αντί να επιβαρύνουν αθώα τρίτα μέρη με τη μορφή της μόλυνσης ή των φόρων.

Ο Robert Poole ορίζει τη μόλυνση ως «τη μεταφορά βλαβερού υλικού ή ενέργειας στο πρόσωπο ή την ιδιοκτησία κάποιου άλλου χωρίς τη συγκατάθεση του τελευταίου». Η φιλελεύθερη και μόνη ολοκληρωμένη λύση στο πρόβλημα της μόλυνσης του αέρα είναι να χρησιμοποιήσουμε τα δικαστήρια και τη δικαιική δομή για να πολεμήσουμε και να αποτρέψουμε μια τέτοια εισβολή. Ύπάρχουν όψιμα σημάδια που δείχνουν ότι το νομικό σύστημα αρχίζει να αλλάζει προς αυτήν την κατεύθυνση…νέες δικαστικές αποφάσεις και ανάκληση των νόμων που απαγορεύουν αγωγές συλλογικής δράσης. Αλλά αυτό είναι μονάχα η αρχή.

Ανάμεσα στους συντηρητικούς, αντίθετα προς τους ελευθεριακούς υπάρχουν δύο πανομοιότυπες απαντήσεις στο πρόβλημα της μόλυνσης του αέρα. Η μια απάντηση από την Ayn Rand και τον Robert Moses μεταξύ άλλων, αρνείται ότι το πρόβλημα υπάρχει και καταλογίζει ολη την διαμαρτυρία στους αριστεριστές που επιδιώκουν την καταστροφή του καπιταλισμού και της τεχνολογίας για χάρη μιας πρωτόγονης μορφής σοσιαλισμού.Αν και ένα μέρος αυτής της κατηγορίας μάλλον είναι ορθό η άρνηση ακόμα και της ύπαρξης του προβλήματος σημαίνει να αρνείσαι την επιστήμη καθ’εαυτή και να δίνεις ένα σημαντικό επιχείρημα υπέρ των αριστεριστών που κατηγορούν τους υπερασπιστές του καπιταλισμού ότι «τοποθετούν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα πάνω από τα ανθρώπινα δικαιώματα».. Περαιτέρω, η υπεράσπιση της μόλυνσης του αέρα ούτε καν υπερασπίζεται τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα , αντίθετα επιθέτει την σφραγίδα της αποδοχής, στους βιομηχάνους εκείνους που καταπατούν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της μεγάλης μάζας των πολιτών.

Μια δεύτερη και πιο πολύπλοκη συντηρητική απάντηση δίνεται από οικονομολόγους της ελεύθερης αγοράς σαν τον Μίλτον Φρίντμαν. Οι Φριντμανικοί αποδέχονται την ύπαρξη της ρύπανσης του αέρα αλλά προτείνουν να την αντιμετωπίσουμε όχι με την υπεράσπιση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων αλλά με έναν υποτιθέμενα ωφελιμιστικό υπολογισμό κόστους/οφέλους από την κυβέρνηση που σ’αυτήν την περίπτωση θα δημιουργήσει και θα ενισχύσει μια «κοινωνική απόφαση» για το πόση ρύπανση θα πρέπει να επιτρέπεται. Αυτή η απόφαση θα ενισχύονταν είτε επιτρέποντας μια συγκεκριμένη ποσότητα ρύπανσης (δίνοντας δικαιώματα μόλυνσης) με διαβαθμιζόμενες κλίμακες φορολογίας εναντίον της είτε με το να πληρώσουν οι φορολογούμενοι μια εταιρία για να μη μολύνει. Αυτές οι προτάσεις όχι μόνο θα έδιναν στις κυβερνήσεις τεράστια γραφειοκρατική εξουσία στο όνομα της προστασίας της «ελεύθερης αγοράς» αλλά και θα συνέχιζαν να παραγκωνίζουν τα ιδιοκτησιακά δικιαώματα στο όνομα μιας συλλογικής απόφασης ενισχυμενης από το Κράτος. Αυτό απέχει πολύ από κάθε αυθεντική «ελεύθερη αγορά» και αποκαλύπτει ,όπως σε πολλούς άλλους οικονομικούς κλάδους, ότι είναι αδύνατο να υπερασπιστείς την ελευθερία και την ελεύθερη αγορά χωρίς να επιμένεις στην υποστήριξη των δικαιωμάτων της ατομικής ιδιοκτησίας. Το γκροτέσκο δόγμα του Φρίντμαν ότι εκείνοι οι κάτοικοι των πόλεων που δε θέλουν να πάθουν εμφύσημα θα πρέπει να μετακομίσουν στην εξοχή θυμίζει έντονα τη διάσημη φράση της Μαρίας Αντουανέτας «δώστε τους παντεσπάνι» και αποκαλύπτει μια έλλειψη ευαισθησίας για τα ανθρωπινα ή ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Η δήλωση του Φριντμαν στην πραγματικότητα είναι πανομοιότυπη με την τυπική συντηρητική ατάκα «αν δε σας αρέσει εδώ να φύγετε» που υπονοεί ότι στην κυβέρνηση δικαιωματικά ανήκει ολόκληρη η εδαφική περιοχή του «εδώ» και ότι οποιοσδήποτε φέρει αντίρρηση στην εξουσία της θα πρέπει γι’αυτό να φύγει από την περιοχή. Η ελευθεριακή κριτική που ασκεί ο Robert Poole στις προτάσεις των φριντμανικών καταδεικνύει μια ισχυρή αντίθεση:

Δυστυχώς αυτό είναι ένα παράδειγμα της πιο σοβαρής αδυναμίας των συντηρητικών οικονομολόγων. Πουθενά στις προτάσεις τους δεν υπάρχει καμία αναφορά σε δικαιώματα. Αυτή είναι η ίδια αδυναμία που υπέσκαψε τους εκπροσώπους του καπιταλισμού τα τελευταία διακόσια χρόνια. Ακόμα και σήμερα ο όρος laissez faire ξυπνά εικόνες από αγγλικές βιομηχανικές πόλεις του 18ου αιώνα βυθισμένες στο νέφος και βρωμισμένες απ΄την καπνιά. Οι πρώιμοι καπιταλιστές συμφώνησαν με τα δικαστήρια ότι το νέφος και η κάπνα ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσουμε για τα οφέλη της βιομηχανίας. Κι όμως το laissez faire δίχως αναγνωρισμένα δικαιώματα είναι εξ ορισμού αντιφατικό.Η θέση του laissez faire είναι στηριγμένη και προκύπτει από τα ανθρώπινα δικαιώματα και μπορεί να ανθίσει μονάχα όταν τα δικαιώματα διατηρούνται απαραβίαστα.Τώρα, στην εποχή της αυξανόμενης επαγρύπνησης για το περιβάλλον αυτή η παλιά αντίφαση επιστρέφει για να στοιχειώσει τον καπιταλισμό.

Είναι αλήθεια ότι ο (καθαρός) αέρας είναι ένας σπάνιος φυσικός πόρος όπως λένε οι φριντμανικοί. Αλλά τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί είναι σπάνιος. Αν είναι σπάνιος εξαιτίας της συστηματικής παραβίασης των δικαιωμάτων τότε η λύση δεν είναι να ανεβάσουμε την αξία του υπάρχοντος status quo προστατεύοντας έτσι όσους παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά να κατοχυρώσουμε τα δικαιώματα και να απαιτήσουμε την προστασία τους. Όταν ένα εργοστάσιο απελευθερώνει τεράστιες ποσότητες μορίων διοξειδιου του θείου που εισχωρούν στους πνεύμονες κάποιου και του προκαλούν πνευμονικό οίδημα, οι ιδιοκτήτες του εργοστασίου είναι σα να έχουν ασκήσει σ΄αυτόν την ίδια βία με το να του σπάσουν το πόδι. Το σημείο τούτο θα πρέπει να τονιστεί εμφατικά καθώς είναι θεμελιώδες για το lasses faire. Ένας οπαδός του laissez faire που μολύνει το περιβάλλον αποτελεί μια αντίφαση που θα πρέπει να επισημανθεί ως τέτοια. Η ελευθεριακή κοινωνία θα είναι μια κοινωνία πλήρους νομικής ευθύνης όπου ο καθένας θα έχει την ευθύνη για τις πράξεις του και κάθε επιβλαβή συνέπεια που μπορεί να προκαλέσουν.

Εκτός από το να προδίδει την -υποτίθεται δεδομένη- λειτουργία της υπεράσπισης των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, η κυβέρνηση ενίσχυσε τη μόλυνση του περιβάλλοντος και κατά μία πιο πρακτική έννοια. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που το υπουργείο Γεωργίας προχώρησε σε μαζικούς ψεκασμούς αερίου DDT με ελικόπτερα πάνω από εκτεταμένες περιοχές παρακάμπτοντας τις επιθυμίες μεμονωμένων διαφωνούντων αγροτών. Εξακολουθεί μάλιστα να ρίχνει τόνους από δηλητηριώδη και καρκινογενή εντομοκτόνα σ ΄ολόκληρο τον Νότο σε μια δαπανηρή και μάταιη προσπάθεια να εξαλείψει το fire ant . Και η επιτροπή για την ατομική ενέργεια απελευθέρωσε ραδιενεργά απόβλητα στον αέρα και τη στεριά με τα εργοστάσια παραγωγής πυρηνικής ενέργειας και τις πυρηνικές δοκιμές. Η δημοτική εξουσία, οι εγκαταστάσεις υδροδότησης, και οι εγκαταστάσεις των εγκεκριμένων μονοπωλιακών εταιριών (κοινής) ωφελείας μολύνουν την ατμόσφαιρα. Ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του Κράτους σ¨αυτήν την περιοχή είναι λοιπόν να εξαλείψει τη δική του μόλυνση επί της ατμόσφαιρας.

Έτσι,όταν σκορπίσουμε τις συγχύσεις και την λαθεμένη φιλοσοφία των σύγχρονων οικολόγων μπορουμε να βρούμε ένα θεμελιώδες επιχείρημα κατά του υπάρχοντος συστηματος. Αλλά το επιχείρημα δε στρέφεται ενάντια στον καπιταλισμό, την ατομική ιδιοκτησία, την ανάπτυξη ή την τεχνολογία καθεαυτές. Στρέφεται κατά της αποτυχίας της κυβέρνησης να επιτρέψει και να υπερασπιστεί τα δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας εναντια σε επιθέσεις. Αν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα προστατεύονταν πλήρως από ιδιωτικές και κρατικές εισβολές θα ανακαλύπταμε εδώ , όπως και σε άλλους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία και η σύγχρονη τεχνολογία δεν είναι η κατάρα της ανθρωπότητας αλλά η σωτηρία της.

Βιβλιογραφία:

Frank Bubb, “The Cure for Air Pollution,” The Libertarian Forum (April 15, 1970),

Thomas D. Crocker and A. J. Rogers III, Environmental Economics (Hinsdale, 1ll.: Dryden Press, 1971)

J. H. Dales, Pollution, Property, and Prices (Toronto: University of Toronto Press, 1968),

Morton J. Horwitz, The Transformation of American Law, 1780-1860 (Cambridge: Harvard University Press, 1977).

E. F. Roberts, “Plead the Ninth Amendment!” Natural History (August-September 1970), σελ. i8ff.

Glenn Garvin, “Killing Fire Ants With Carcinogens,” Inquiry (February 6, 1978), σελ. 7-8..

Jane Jacobs, The Economy of Cities (New York: Random House, 1969), σελ. 109 και εξής.

Larry E. Ruff, “The Economic Common Sense of Pollution,” Public Interest (Spring, 1970), σελ. 69-85.

————————————————————————-

*Το πρωτότυπο κείμενο (αγγλικά) μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική έκδοση του βιβλίου For A New Liberty στο site του Ludvig Von Mises Institute.
Η μετάφραση έγινε από τον Χάρη Πεϊτσίνη, ο οποίος έχει και τα δικαιώματα για την μετάφραση όλου του βιβλίου στα ελληνικά.
Η πλήρης μετάφραση του βιβλίου θα ολοκληρωθεί τμηματικά, και κάθε κεφάλαιό του θα παρουσιάζεται στο e-rooster,και τελικά θα λάβει χώρα η τελική δημοσίευση του σε μια ενοποιημένη ηλεκτρονική έκδοση.

————————————————————————-

από το e-rooster

 

0 Responses to "Για μια νέα Ελευθερία" του Murray Rothbard (1o Κεφάλαιο:Η μόλυνση του περιβάλλοντος)