Η πραγματικότητα των άλλων
Tων Αλεξάνδρα Μαγκούτη & Αριστείδη Χατζή*
Altruism itself depends on a recognition of the reality of other persons,
and on the equivalent capacity to regard oneself as merely
one individual among many.
Thomas Nagel [1]
Thus every Part was full of Vice,
Yet the whole Mass a Paradice
Bernard Mandeville [2]
Στην περίφημη παραβολή του Καλού Σαμαρείτη (Λουκάς 10: 25-37) o Σαμαρείτης δεν αποφεύγει τον ετοιμοθάνατο Ιουδαίο όπως ο Ιερέας και ο Λευίτης πριν από αυτόν αλλά τον λυπάται (“εσπλαγνίσθη”), χωρίς κανένα δισταγμό τον φροντίζει με τρυφερότητα (“κατέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλαιον και οίνον”) και τον μεταφέρει στο πλησιέστερο πανδοχείο για να νοσηλευθεί, φροντίζοντας μάλιστα να πληρώσει και τον λογαριασμό.
Ο νομικός στον οποίο απευθύνεται ο Χριστός στην παραβολή αυτή θα πρέπει να βρέθηκε σε εξαιρετικά δυσάρεστη θέση. Έκανε μια απλή ερώτηση και έλαβε μία ιδιαίτερα πολύπλοκη αν όχι ενοχλητική απάντηση. Η ιδέα πως ένας Σαμαρείτης αποτελεί πρότυπο συμπεριφοράς ήταν σίγουρα προβληματική για το κοινό που παρακολουθούσε και ένιωθε περιφρόνηση γι’ αυτήν την περιθωριακή εθνότητα. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που θα προβλημάτισε το νομικό και προβληματίζει κι εμάς σήμερα: ποιος ήταν ο λόγος που έκανε τον Σαμαρείτη να φερθεί με τον τρόπο αυτό και μάλιστα σε κάποιον που το πιο πιθανό ήταν ότι δεν θα έκανε το ίδιο γι’ αυτόν; Είναι βέβαιο ότι ο Ιουδαίος όταν θα συνερχόταν θα ένιωθε πολύ άβολα που δεν τον έσωσε ένας συμπατριώτης του αλλά ένας Σαμαρείτης – αλλά κατά πάσα πιθανότητα δεν θα βρισκόταν στη δύσκολη θέση να τον ευχαριστήσει γιατί μάλλον δεν θα τον έβλεπε ξανά. Η πράξη του Σαμαρείτη δεν θα είχε ανταπόδοση.
Δεν υπάρχει πληρέστερος ορισμός του αλτρουισμού από αυτήν την παραβολή και δεν είναι τυχαίο πως καταλαμβάνει κομβικό ρόλο στη χριστιανική διδασκαλία. Η συμβουλή του Χριστού είναι σαφής: “Πορεύου και συ ποίει ομοίως”. Πόσο εύκολο όμως είναι;
Προκύπτει σειρά ερωτημάτων:
* Πόσο αλτρουιστική είναι μια πράξη που συνοδεύεται από ανταπόδοση; Ο Σαμαρείτης έκανε ίσως το καλό χωρίς να περιμένει κάτι. Ο νομικός όμως της παραβολής θα κάνει (αν το κάνει) το καλό έχοντας υπόψη του πως αυτή είναι η θεϊκή επιθυμία.
* Ακόμα κι αν δεν υπάρχει ανταπόδοση αλλά η πράξη οδηγεί σε ψυχική ανάταση την οποία ο πράτων επιδιώκει με τις πράξεις του είναι η πράξη του αλτρουιστική ή το γεγονός της ψυχικής ευδαιμονίας (ενός οφέλους) ακυρώνει τον αλτρουιστικό χαρακτήρα;
* Η συναίνεση του δέκτη παίζει κάποιο ρόλο; Μπορεί μια πράξη να είναι αλτρουιστική και ταυτόχρονα πατερναλιστική;
* Ακόμα κι αν ορίσουμε τον αλτρουισμό, μπορούμε να τον εντοπίσουμε εμπειρικά; Υπάρχουν στην πραγματικότητα γνήσιοι αλτρουιστές;
* Εντέλει είναι ο αλτρουισμός επιθυμητός;
Όπως είναι φυσικό η αλτρουιστική συμπεριφορά έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον (ιδιαίτερα τις τελευταίες δύο δεκαετίες) διαφόρων επιστημονικών πεδίων από τη φιλοσοφία, τα οικονομικά και την κοινωνιολογία μέχρι τις νευροεπιστήμες και την εξελικτική βιολογία.
Ο αλτρουισμός συνιστά ένα μοντέλο που δίνει τη δυνατότητα εξήγησης και πρόβλεψης της ανθρώπινης συμπεριφοράς με κάποια κανονικότητα ή πρόκειται για μια «αναχρονιστική ανωμαλία»;
Παρότι δεν υπάρχει για τον αλτρουισμό ένας κοινά αποδεκτός ορισμός, υφίστανται εντούτοις στοιχεία στους διάφορους ορισμούς που είναι κοινώς αποδεκτά. Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να ορίσουμε τον αλτρουισμό ως την εμπρόθετη, αυτόβουλη συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο περιεχόμενο και σκοπό, ο οποίος όμως δεν ταυτίζεται με την προσδοκία μελλοντικής ανταπόδοσης, υλικής ή κοινωνικής. Η γνήσια αλτρουιστική συμπεριφορά δεν ακολουθεί κανόνες δικαίου ή κοινωνικής συμπεριφοράς, ούτε οι στόχοι της είναι μεγιστοποιητικοί, αλλά βασίζεται κυρίως στο ενδιαφέρον για την ευημερία των άλλων και όχι σε συγκεκαλυμμένη μεγιστοποιητική συμπεριφορά.
Βέβαια θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς πως οι τόσες πολλές προϋποθέσεις καθιστούν αδύνατο τον χαρακτηρισμό μιας πράξης ως αλτρουιστικής, μεταξύ των άλλων γιατί η απόδειξη είναι δυσχερής. Μπορούμε όμως να απλοποιήσουμε τον ορισμό λέγοντας πως αλτρουιστική είναι μία πράξη όταν ex ante το αναμενόμενο όφελός της για τον φορέα της είναι σαφώς μικρότερο από το αναμενόμενο κόστος της.
Το ερώτημα που εγείρεται λοιπόν είναι αν ο αλτρουισμός συνιστά ένα μοντέλο που δίνει τη δυνατότητα εξήγησης και πρόβλεψης της ανθρώπινης συμπεριφοράς με κάποια κανονικότητα ή αν πρόκειται για μια «αναχρονιστική ανωμαλία», ένα πρωτόγονο ένστικτο που παρατηρείται τυχαία, μία ανάμνηση από την εποχή των σπηλαίων, όταν δεν υπήρχαν άτομα αλλά μόνο ομάδες.
Σύμφωνα με την θεωρία της ορθολογικής επιλογής, που έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές επιστήμες τις τελευταίες δεκαετίες, ο άνθρωπος δρα καταρχήν ορθολογικά (προσπαθεί να επιτύχει τους στόχους τους, δεδομένων των προτιμήσεών του) και μεγιστοποιητικά (προσπαθεί να πετύχει τους στόχους του με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα). Ο αλτρουισμός δεν χωράει εύκολα σ’ αυτό το μοντέλο παρά μόνο ως εξαίρεση ή ειδική περίπτωση. Για τον Νομπελίστα Gary Becker η αλτρουιστική συμπεριφορά μπορεί να επιλεγεί ως συνέπεια της ατομικής ορθολογικότητας. Το οικονομικό μοντέλο του αλτρουισμού που ανέπτυξε, θεωρεί ότι οφείλει την επιβίωσή του στα πλεονεκτήματα της αλτρουιστικής συμπεριφοράς στα πλαίσια της φυσικής και της κοινωνικής διάδρασης: το κακομαθημένο παιδί φέρεται αλτρουιστικά για να ικανοποιήσει έναν αλτρουιστή πατέρα (rotten kid theorem) στη συνάρτηση χρησιμότητας του οποίου συμπεριλαμβάνεται και η ευημερία των παιδιών του. Από τη στιγμή που το οικονομικό μοντέλο απαιτεί αλληλεπίδραση (και όχι γονίδια) μπορεί επίσης να εξηγήσει την επιβίωση του αλτρουισμού μεταξύ γειτόνων ή συνεργατών που δεν έχουν συγγενική σχέση. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο ψυχολογικός εγωισμός, αν και τα επιχειρήματα κατηγορούνται ως κυκλικά. Όμως, από την άλλη μεριά, δεν μπορούμε να περιορίσουμε την ωφέλεια στην καθαρά υλική.
Η θεώρηση του αλτρουισμού ως αλληλεξάρτηση θετικής χρησιμότητας βασίζεται στην προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι αποκτούν επίγνωση της χρησιμότητας του ενός για τον άλλον ως αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενων αλληλεπιδράσεων. Όσο πιο συχνά μάλιστα επαναλαμβάνονται οι αλληλεπιδράσεις σε πιο οικεία περιβάλλοντα, τα άτομα αρχίζουν να προσανατολίζονται σταδιακά στις υποκειμενικές προτιμήσεις των άλλων και προσπαθούν να τις ικανοποιήσουν.
Η επιδίωξη του συμφέροντος υπό τη στενή έννοια μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα για τα άτομα και τις ομάδες μακροπρόθεσμα
Ο λόγος είναι απλός. Η επιδίωξη του συμφέροντος υπό τη στενή έννοια μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα για τα άτομα και τις ομάδες μακροπρόθεσμα, όπως έχει δείξει το δίλημμα του φυλακισμένου και ιδιαίτερα εφαρμογές του όπως η τραγωδία των κοινοχρήστων (tragedy of the commons). Ο Robert Axelrod ήταν αυτός που πειραματικά απέδειξε πως όταν τα παίγνια είναι περισσότερα και χωρίς χρονικό περιορισμό (iterated prisoner’s dilemma) η καλύτερη στρατηγική είναι ο αλτρουισμός. Ο αλτρουισμός όμως αυτός δεν είναι γνήσιος καθώς αποτελεί τελικά τον καλύτερο τρόπο εξυπηρέτησης του συμφέροντος. Δεν είναι τυχαίο ότι στα πειράματα του Axelrod κυριάρχησε η στρατηγική “tit for tat” που ανέπτυξε ο Anatol Rapoport: συνεργάζομαι μαζί σου εφόσον το ίδιο κάνεις κι εσύ. Αν σ’ ενδιαφέρει πραγματικά να επιτύχεις τους σκοπούς σου και να εξυπηρετήσεις το συμφέρον σου, μακροπρόθεσμα θα πρέπει να φέρεσαι αλτρουιστικά! Πρόκειται για τον «ανταποδοτικό αλτρουισμό» (reciprocal altruism) που η εξελικτική βιολογία έχει παρατηρήσει όχι μόνο στην ανθρώπινη συμπεριφορά αλλά ακόμα και σε εκείνη πολλών ζώων. Ο Robert Trivers ήδη από το 1971 εξηγεί την αλτρουιστική συμπεριφορά και την εξέλιξη κανόνων ηθικής και κοινωνικής συμπεριφοράς βασισμένος σε ένα σύστημα ανταπόδοσης εξελικτικά ανώτερο. Μία κοινωνία που δεν έχει αναπτύξει αλτρουιστικές πρακτικές δεν θα επιβιώσει μακροπρόθεσμα.
Ο Νομπελίστας Herbert Simon, ασκώντας κριτική στη θεωρία της ορθολογικής επιλογής, θεωρεί ως θεμελιώδες αξίωμα ότι οι άνθρωποι δεν διακρίνονται από τέλεια ορθολογικότητα, αλλά από περιορισμένη δυνατότητα ορθολογικής σκέψης (bounded rationality). Ορίζει τον αλτρουισμό ως ένα είδος θυσίας (sacrifice of fitness) και αντιτίθεται στην οικονομική προσέγγιση που ταυτίζει την θεωρία της ωφέλειας κυρίως με τη μεγιστοποίηση οικονομικού οφέλους. Ως βασικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό, η ευπείθεια (docility)[3] συνδέεται πολύ περισσότερο με τη βιωσιμότητα από ό,τι ο πλούτος. Αυτού του είδους η συμπεριφορά συμβάλλει αποφασιστικά στη βιωσιμότητά μας, διότι οι κοινωνικές επιρροές που δεχόμαστε μπορούν να μας δώσουν την πιο κατάλληλη συμβουλή για μας, βασισμένη σε πιο ολοκληρωμένη πληροφόρηση από εκείνη που θα αποκτούσαμε ανεξάρτητα από μόνοι μας. Η κοινωνία μπορεί να επιβαρύνει τα ευπειθή άτομα, πείθοντάς τα κάποιες φορές να πράξουν αλτρουιστικά και μάλιστα οι κοινωνίες που προωθούν τον αλτρουισμό στα ευπειθή άτομα θα επιβιώσουν συγκριτικά με εκείνες που δεν το κάνουν. Σημαντικά λοιπόν κοινωνικά κίνητρα που ωθούν σε αλτρουιστική συμπεριφορά είναι ο εθνοκεντρισμός, κυρίως με τη μορφή της θυσίας στον πόλεμο, καθώς και η επίδειξη πίστης και αφοσίωσης στην ομάδα, όπως η αφοσίωση σε οργανώσεις, δηλαδή επιχειρήσεις, πανεπιστήμια, στρατούς, εθελοντικά σωματεία.
Η δέσμευση (commitment) είναι αυτή που κατά το Νομπελίστα Amartya Sen εξηγεί γιατί το άτομο επιλέγει μια πράξη που πιστεύει ότι θα του αποφέρει ένα χαμηλότερο επίπεδο προσωπικής ευημερίας από μία άλλη διαθέσιμη εναλλακτική δυνατότητα. Σε αντίθεση με τη συμπάθεια, κατά την οποία το άτομο ταυτίζεται συναισθηματικά με τη χαρά ή τον πόνο του άλλου, στην περίπτωση της δέσμευσης η επίγνωση της δυσάρεστης κατάστασης του άλλου δε συνδέεται με τα προσωπικά συναισθήματα, αλλά το άτομο αξιολογεί την κατάσταση αυτή ως άδικη, με συνέπεια να θέλει να την αποτρέψει. Η συμπεριφορά που βασίζεται στη συμπάθεια είναι κατά κύριο λόγο εγωιστική, αφού έχει άμεση επίδραση στην προσωπική ευημερία, αντιθέτως με εκείνη που στηρίζεται στη δέσμευση.
Η εσωτερικοποίηση των κανόνων είναι σε θέση να εξηγήσει την αλτρουιστική συμπεριφορά, που επιφέρει προσωπικό κόστος
Μια άλλη ομάδα οικονομολόγων στο Ινστιτούτο Οικονομικών Εμπειρικών Ερευνών του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης (με επικεφαλής τον Ernst Fehr) με πειράματα έχουν αποδείξει ότι δεν συμπεριφέρονται όλοι οι άνθρωποι εγωιστικά, αλλά υπάρχουν πολλοί που εκδηλώνουν κοινωνικές προτιμήσεις, που είναι σημαντικότερες από το ατομικό συμφέρον. Αυτοί διατείνονται ότι οι προτιμήσεις για αμοιβαία δικαιοσύνη (reciprocal fairness) είναι ουσιαστικά αυτές που συγκροτούν τη λειτουργία του ανταγωνισμού, καθορίζουν την συνεργασία και τη συλλογική δράση και διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση και λειτουργία των υλικών κινήτρων. Η αμοιβαία δικαιοσύνη επηρεάζει και μπορεί να αλλάξει τα κίνητρα των εγωιστικών ατόμων, εφόσον επιδρά στους καθιερωμένους θεσμούς και συμβάσεις, που αποτελούν τα μοντέλα κοινωνικής διάδρασης. Αυτό συμβαίνει διότι τα άτομα που δρουν με βάση την αμοιβαιότητα μπορούν να οδηγήσουν τα εγωιστικά υποκείμενα σε μη εγωιστικές επιλογές.[4]
Οι κοινωνικές προτιμήσεις είναι: η αμοιβαιότητα ή αμοιβαία δικαιοσύνη, η αποστροφή προς την ανισότητα, ο καθαρός αλτρουισμός και η τάση για εκδίκηση ή φθόνο. Αυτές οι έρευνες έχουν επισημάνει την απόκλιση σε μεγάλο βαθμό από την καθαρόαιμη ατομικιστική συμπεριφορά και τον προσανατολισμό σε μια συμπεριφορά βασισμένη στην ανταπόδοση της ευγενικής και εχθρικής συμπεριφοράς, δρώντας με αντίστοιχο τρόπο, και την προσδοκία παρόμοιας συμπεριφοράς από τους άλλους. Ένα άτομο επιδεικνύει ισχυρή αμοιβαιότητα όταν είναι πρόθυμο να θυσιάσει πόρους για να ανταμείψει τη δίκαιη συμπεριφορά και να τιμωρήσει την άδικη, παρόλο που αυτή η στάση το επιβαρύνει με προσωπικό κόστος και δεν του εξασφαλίζει καμιά παρούσα ή μελλοντική ανταμοιβή.
Αυτή η τιμωρία των λιποτακτών, δηλαδή των ατόμων που παραβαίνουν τους κανόνες συνεργασίας μπορεί να χαρακτηριστεί αλτρουιστική καθώς τα άτομα αποφασίζουν να τιμωρήσουν όσους συμπεριφέρονται ως λαθρεπιβάτες (free-riders) με δικό τους κόστος και χωρίς καμία υλική ανταμοιβή. Η εν λόγω τιμωρία ωστόσο, δίνοντας το κίνητρο στους καθαρά εγωιστές να συνεργαστούν και να μην λιποτακτήσουν σε βάρος των υπολοίπων μελών της ομάδας, συνεπάγεται υλικό όφελος για τα άτομα που στο μέλλον θα αλληλεπιδράσουν με τους τιμωρημένους. Από την πλευρά της η αλτρουιστική τιμωρία υποκινείται από τα αρνητικά συναισθήματα, όπως θυμό και ενόχληση, που προκαλεί η αποφυγή συνεργασίας από κάποια άτομα.
Τα πειράματα της ομάδας της Ζυρίχης δείχνουν ότι η ισχυρή αμοιβαιότητα παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανθρώπινη συνεργασία, ενώ μελέτες της νέας επιστήμης των νευροοικονομικών (neuroeconomics) εξετάζουν τη νευρολογική της βάση. Σημαντική συνέπεια της αμοιβαιότητας συνιστά η καθοριστική συμβολή της στην προαγωγή της συνεργασίας και την ενδυνάμωση των κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς (social norms), γεγονός που υπογραμμίζει τη σπουδαιότητά της στην εμφάνιση, καθιέρωση και διατήρηση θεσμών. Η εσωτερικοποίηση των κανόνων είναι σε θέση να εξηγήσει την αλτρουιστική συμπεριφορά, που επιφέρει προσωπικό κόστος.
Είναι επιθυμητός ένας αλτρουισμός που δεν βασίζεται στον ορθό λόγο και στην εξυπηρέτηση του προσωπικού συμφέροντος μακροπρόθεσμα;
Η ύπαρξη των άλλων είναι λοιπόν αυτή που καθιστά την αλτρουιστική συμπεριφορά αναγκαία. Η θεωρία της ορθολογικής επιλογής και η εξελικτική βιολογία έχουν αποδείξει πως η συμπεριφορά αυτή βασίζεται σε εγωιστικά κίνητρα. Ακόμα και όταν είναι αυτόματη αποτελεί κατάλοιπο της εξέλιξης, φυσικής ή κοινωνικής. Οι σποραδικές νησίδες γνήσιου αλτρουισμού το αποδεικνύουν: υπάρχουν κοινωνίες που βρίθουν από κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς που δεν μπορεί να εξηγήσει η θεωρία της ορθολογικής επιλογής, καθώς η σύνδεση αλτρουιστικής συμπεριφοράς και ανταπόδοσης δεν είναι καθόλου φανερή. Το γεγονός όμως ότι με τις κοινωνίες αυτές ασχολούνται κυρίως οι ανθρωπολόγοι σημαίνει πως οι κανόνες αυτοί δεν τις βοήθησαν ιδιαίτερα.
Αυτή η ενοχλητική παρατήρηση μας οδηγεί στο τελευταίο ερώτημα: είναι επιθυμητός ένας αλτρουισμός που δεν βασίζεται στον ορθό λόγο και στην εξυπηρέτηση του προσωπικού συμφέροντος μακροπρόθεσμα; Ο Αύγουστος Κοντ (που δημιούργησε και τη λέξη altruisme) φθάνει στο σημείο να υποστηρίξει πως το απόλυτο ηθικό καθήκον των ατόμων είναι να ζουν για τους άλλους. Αυτό όμως τον οδηγεί να απορρίψει ως απαράδεκτα τα ατομικά δικαιώματα καθώς συνδέονται με τον ατομικισμό.
Ο Jeremy Bentham όμως ήδη από το 1830 έγραφε ότι υπάρχει βέβαια στο ανθρώπινο μυαλό συμπάθεια και ενδιαφέρον για τους άλλους αλλά ακόμα και αυτά έχουν τις ρίζες τους στον αυτοσεβασμό. Αν ο αυτοσεβασμός δεν κυριαρχούσε της συμπάθειας και του ενδιαφέροντος για τους άλλους (ακόμα και του ενδιαφέροντος για την ανθρωπότητα στο σύνολό της) δεν θα είχε επιβιώσει το ανθρώπινο γένος.
Θα μπορούσε λοιπόν ο Χριστός να απαντήσει στο νομικό πως η αλτρουιστική συμπεριφορά θα απέβαινε τελικώς και προς το συμφέρον του. Αυτό όμως που του ζήτησε να κάνει ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Η γνήσια αλτρουιστική συμπεριφορά είναι ξένη προς τη φύση του ανθρώπου. Γι’ αυτό όποιος την κατορθώνει μπορεί να ελπίζει στην βασιλεία των ουρανών.
——————————————————————-
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cogito (τεύχος 5)
*Η Αλεξάνδρα Μαγκούτη (amagoutiΑΤphs.uoa.gr) είναι υποψήφια διδάκτωρ και ο Αριστείδης Χατζής (ahatzisΑΤphs.uoa.gr) επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας & Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η Αλεξάνδρα Μαγκούτη είναι υπότροφος του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης». Για όποιον ενδιαφέρεται να διαβάσει περισσότερα, συστήνουμε καταρχήν το άρθρο του R.L. Trivers, “The Evolution of Reciprocal Altruism”, Quarterly Review of Biology 46:) και την περίφημη έρευνα του Robert Axelrod, The Evolution of Cooperation (New York: Basic Books, 1984). Για την θεωρία της ορθολογικής επιλογής κλασική παραμένει η εισαγωγή του Gary Becker στο βιβλίο του The Economic Approach to Human Behavior (Chicago: University of Chicago Press, 1976) καθώς και το σύνολο του έργου του. Για τις προσεγγίσεις που αμφισβητούν τη θεωρία της ορθολογικής επιλογής, βλ. ενδεικτικά Ernst Fehr & Simon Gächter, “Fairness and Retaliation: The Economics of Reciprocity”, Journal of Economic Perspectives 14(3):), Herbert Gintis et al., “Explaining Altruistic Behavior in Humans”, Evolution & Human Behav-ior 24:) και Herbert A. Simon, “Altruism and Economics”, American Economic Re-view (Papers and Proceedings) 83:).
Υποσημειώσεις:
1. Thomas Nagel, The Possibility of Altruism (Princeton: Princeton University Press, 1979), p. 3. ↩
2. Bernard Mandeville, The Grumbling Hive: or, Knaves Turn’d Honest (στ. 155-156). ↩
3. Είναι η τάση των ανθρώπων να βασίζονται σε υποθέσεις, υποδείξεις, πειθώ και πληροφόρηση που αποκτάται μέσω κοινωνικών καναλιών. ↩
4. Ένας εγωιστής μπορεί να αποτραπεί από μια οπορτουνιστική συμπεριφορά αν υπάρχει η πιθανότητα τιμωρίας ή να προβεί σε συνεργασία αν υπάρχει η προσδοκία ανταμοιβής. ↩
0 Responses to Η πραγματικότητα των άλλων
Δημοσίευση σχολίου