Νεοφιλελευθερισμός (διάφορες απόψεις)

από το e-rooster


Μα τι σόι πλάσματα είναι τελικά αυτοί οι νεοφιλελεύθεροι?

Τα τελευταία χρόνια, μία αλλόκοτη νέα ορολογία ταλανίζει τον δημόσιο διάλογο της χώρας μας. Αν κανείς επιχειρήσει μία έρευνα στο διαδίκτυο για τον όρο «νεοφιλελευθερισμός» (neoliberalism) θα βρει χιλιάδες αναφορές. Οι περισσότερες από αυτές παραπέμπουν σε ιστοσελίδες διαφόρων “μη κυβερνητικών οργανισμών” σχετιζόμενων κυρίως με το “παγκόσμιο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης”. Όλες είναι αρνητικές και ως επί το πλείστον συνοδεύονται από κριτική εναντίον της παγκοσμιοποίησης και της ελεύθερης αγοράς. Μία τέτοια λοιπόν ιστοσελίδα ορίζει τον νεοφιλελευθερισμό ως μία πολύ ακραία εκδοχή του φιλελευθερισμού:

«Αν ο Άνταμ Σμιθ επέστρεφε στη ζωή και έβλεπε μερικά από τα πιο ακραία στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού, πιθανότερα θα τα έβρισκε παράξενα. Ωστόσο προέρχονται από τις ιδέες του πρώιμου φιλελευθερισμού. Η πίστη στην αγορά, στις δυνάμεις της αγοράς, έχει διαχωριστεί από την αντικειμενική παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Η τυφλή εμπιστοσύνη στην αγορά είναι αυτό που διαχωρίζει τον νεοφιλελευθερισμό από τον φιλελευθερισμό.»

Ο συγγραφέας συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι στόχος του νεοφιλελευθερισμού είναι να επεκτείνει τον ρόλο της αγοράς ώστε να περιλαμβάνει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Ναι, καλά διαβάσατε: ΟΛΕΣ τις ανθρώπινες σχέσεις:

«Ένα γενικό χαρακτηριστικό του νεοφιλελευθερισμού είναι η επιδίωξη να εντείνει και να επεκτείνει την αγορά, αυξάνοντας τον αριθμό, την συχνότητα και την επαναληψιμότητα των συναλλαγών. Απώτερος (και ανέφικτος) σκοπός του νεοφιλελευθερισμού είναι ένα σύμπαν όπου κάθε πράξη, κάθε ανθρώπου είναι μία συναλλαγή, διεξαγόμενη ανταγωνιστικώς προς κάθε άλλο ον και κάθε άλλη συναλλαγή.»

Καθόλου εντύπωση βέβαια δεν προκαλεί το γεγονός ότι προκηρύξεις όπως αυτή δεν παραθέτουν καμία βιβλιογραφική ή άλλη αναφορά σε πηγές με στοιχεία ότι υπάρχουν σοβαροί άνθρωποι που πιστεύουν στο παραπάνω κακέκτυπο θεωρίας. Δεν κάνει εντύπωση σε κανέναν ότι δεν υπάρχει ούτε μία θετική αναφορά στο διαδίκτυο για τον «νεοφιλελευθερισμό»; Ούτε μία ιστοσελίδα αφιερωμένη στην στήριξη των θέσεών του (σε αντίθεση με τις πολυάριθμες σοβαρές ιστοσελίδες και οργανισμούς με θέμα τον φιλελευθερισμό και την ελεύθερη αγορά);

Είναι φανερό ότι ο όρος «νεοφιλελευθερισμός» αδυνατεί να περιγράψει την ελληνική πολιτική και οικονομική κατάσταση (που κάθε άλλο παρά φιλελεύθερη είναι) από όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς. Προσδιορίζει όμως τέλεια τους ανθρώπους που τον χρησιμοποιούν. Είναι η αριστερή εκδοχή της μυστικής χειραψίας, ένας κώδικας αναγνώρισης συνοδοιπόρων αντιπάλων της ελεύθερης αγοράς.

Δεν κάνει εντύπωση σε κανέναν ότι δεν υπάρχει ούτε μία θετική αναφορά στο διαδίκτυο για τον «νεοφιλελευθερισμό»;

Τι αντιπροσωπεύει ένας νεοφιλελεύθερος; Σε ποιους αντιτίθεται και ποιους υποστηρίζει; Αν η απάντηση είναι χαμηλότερους φόρους, ιδιωτικοποίηση της οικονομίας, ελαχιστοποίηση των ρυθμίσεων της αγοράς και περιορισμός του κράτους στο ελάχιστο δυνατό τότε σε τι διαφέρει από τον οικονομικό φιλελευθερισμό; Σε αντίθεση με τον Μαρξισμό, ή τις διάφορες άλλες ολοκληρωτικές θεωρήσεις, ο αληθινός φιλελευθερισμός δεν είναι ένα δόγμα, μία κλειστή και αυτάρκης ιδεολογία με προκατασκευασμένες απαντήσεις σε όλα τα κοινωνικά προβλήματα. Αντιθέτως, ο φιλελευθερισμός είναι μία ιδεολογία η οποία, πέρα από κάποιες σχετικά απλές και ξεκάθαρες βασικές αρχές δομημένες με βάση την προστασία της πολιτικής και της οικονομικής ελευθερίας (δηλαδή της δημοκρατίας και της ελεύθερης αγοράς), είναι δεκτική σε μία μεγάλη ποικιλία τάσεων και αποχρώσεων. Αυτό που έως τώρα δεν έχει συμπεριλάβει στο θεωρητικό οπλοστάσιό της, και ούτε πρόκειται στο μέλλον, είναι αυτήν την καρικατούρα που βαφτίστηκε από τους εχθρούς της με το προσωνύμιο «νεοφιλελευθερισμός».

Ένας νεο- είναι αυτός που προσποιείται ότι είναι κάτι, αυτός που την ίδια στιγμή είναι μέσα αλλά και έξω από κάτι. Είναι ένα ασαφές υβρίδιο, ένα σκιάχτρο δίχως καμία συγκεκριμένη αξία, ιδέα, πολίτευμα ή ιδεολογία. Το να αναφέρεται κανείς στον «νεοφιλελευθερισμό» είναι το ίδιο σαν να μιλάει για «ημιφιλελευθερισμό» ή «ψευδοφιλελευθερισμό». Είναι σκέτη ανοησία. Είτε είναι κανείς υπέρ της ελευθερίας είτε είναι εναντίον της, δεν μπορεί να είναι ημι-υπέρ της ή ψευδο-υπέρ της, όπως κανείς δεν μπορεί να είναι ημιέγκυος, ψευδοζωντανός ή νεονεκρός. Ο όρος δεν κατασκευάστηκε για να περιγράψει μία συνεκτική πραγματικότητα, αλλά ως ένα όπλο, ένα μέσο λοιδορίας και εννοιολογικής υποτίμησης της φιλελεύθερης σκέψης. Και, καθώς διανύουμε την νέα χιλιετία, είναι ο φιλελευθερισμός –περισσότερο από κάθε άλλη ιδεολογία- αυτός που συμβολίζει τα εκπληκτικά επιτεύγματα της ελευθερίας στην μακρά πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού.

Εν τέλει, έχω μία πρόταση να κάνω στους πολιτικούς που με πάθος χρησιμοποιούν τον όρο «νεοφιλελευθερισμός». Πιθανώς να έχουν τους λόγους τους να συνεχίσουν να το κάνουν. Αν είναι έτσι όμως, νομίζω ότι είναι θέμα ευσυνειδησίας και συνέπειας να αναφέρονται στις δικές τους προτάσεις για περισσότερο παρεμβατική πολιτική με τον όρο «νεοσοσιαλισμός»…

Filed under: Φιλελευθερισμος — Παύλος Μσάουελ @ 2:54 pm (Διαβάστηκε 648 φορές)

Τι πρεσβεύει σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός

Ο φιλελευθερισμός στη χώρα μας είναι μια έντονα παρεξηγημένη και συκοφαντημένη έννοια. Τόσο λόγω της ιδεολογικής κυριαρχίας σε μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης απαρχαιωμένων συνθημάτων της αριστεράς, όσο και λόγω της επίκλησής του από πολιτικούς χώρους που ουδεμία σχέση έχουν με φιλελεύθερες αντιλήψεις. Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν που ο όρος, ο οποίος παντού σχεδόν στον κόσμο ταυτίζεται με προοδευτικές και καινοτόμες δυνάμεις, στη χώρα μας θεωρείται πολιτική βρισιά. Ακόμα χειρότερα, τρομοκρατείται ο κόσμος για την «επέλαση» και τη «λαίλαπα» του νεοφιλελευθερισμού σε μια χώρα που ποτέ σχεδόν δεν εφάρμοσε φιλελεύθερες πολιτικές και που το 70% σχεδόν της οικονομίας εξαρτάται από το κράτος! Ειλικρινά είναι να απορεί κανείς, τι σόι πλάσματα να ‘ναι αυτοί οι νεοφιλελεύθεροι που τους τρέμει όλη η Ελλάδα;

Μια από τις μεγαλύτερες διαστρεβλώσεις του φιλελευθερισμού είναι η αντιμετώπισή του ως μια απλή πολιτική ιδεολογία. Ο φιλελευθερισμός είναι κάτι πολύ ευρύτερο, και γι’ αυτό τελικά ο όρος αποκτά καμιά διακοσαριά διαφορετικές ερμηνείες. Είναι ένα ολόκληρο σύστημα αρχών και αξιών που δίνουν πρωτεύοντα ρόλο στον άνθρωπο, την ατομική του ελευθερία, την ισότητα απέναντι στο νόμο κτλ Αρχές και αξίες που θεμελίωσαν τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες και ξεκίνησαν από τον Λούθηρο και τον Καλβινισμό (αν και οι ρίζες του ανατρέχουν στην ελληνική αρχαιότητα), αναπτύχθηκαν και ωρίμασαν από τους μεγάλους φιλόσοφους του Διαφωτισμού όπως ο Λοκ, ο Χομπς, ο Χιουμ κτλ. Διαπότισαν και διαμόρφωσαν τις βιομηχανικές κοινωνίες και συνέχισαν την εξέλιξη και την επίδρασή τους μέχρι τις μέρες μας. Η ζωή, η ελευθερία, η ιδιοκτησία του ατόμου, η ισότητα απέναντι στους νόμους, το απαραβίαστο του ιδιωτικού του χώρου, η εξύψωση των ατομικών δικαιωμάτων πάνω από οποιοδήποτε σύνολο, η αυτοτέλεια του ατόμου κτλ αποτελούν θεμελιώδεις θέσεις πάνω στις οποίες οικοδομείται κάθε φιλελεύθερη πολιτική άποψη και πρακτική.

Αντίπαλος τους φιλελευθερισμού δεν είναι απλά κάποια άλλη ιδεολογία. Είναι κάθε ολοκληρωτική νοοτροπία που υποτάσσει το άτομο στα συμφέροντα ευρύτερων συνόλων. Ο φιλελευθερισμός στάθηκε και στέκεται απέναντι σε ιδεολογίες όπως ο φασισμός ή ο σοσιαλισμός/κομμουνισμός αλλά και στον θρησκευτικός φονταμενταλισμό, στον εθνικισμό, στο ρατσισμό και σε κάθε άλλη πρακτική που προσπαθεί να καταπιέσει την ατομική ελευθερία και τη δυνατότητα επιλογών, να επιβάλει την ομοιομορφία σκέψης και δράσης, να διαχωρίσει τους ανθρώπους με βάση το φύλο, τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία κτλ. Και οι εχθροί της ελευθερίας του ατόμου υπήρξαν ιστορικά πολλοί και εξακολουθούν να είναι πολλοί και σήμερα. Σήμερα ο φιλελευθερισμός αντιπαρατίθεται στις ανεπτυγμένες χώρες με τις συντηρητικές/σοσιαλδημοκρατικές επιλογές (που μετά τον πόλεμο αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος), που παρά τα σημεία σύγκλισης που παρατηρούνται διατηρούν μια σαφή διαχωριστική γραμμή πάνω στην αντίληψη του ρόλου του κράτους ή της θέσης του ατόμου σε σχέση με το σύνολο. Σε πιο υπανάπτυκτες κοινωνικά και οικονομικά χώρες συγκρούεται με τις παραδοσιακές και αναχρονιστικές συντηρητικές αντιλήψεις και με τις επικίνδυνες ριζοσπαστικές ιδεολογίες (πχ η ανάδυση του σύγχρονου φονταμενταλιστικού ισλαμοφασισμού).

Πρακτικά όμως στη χώρα μας, τι αλλαγές πρεσβεύει ο φιλελευθερισμός; Η σύγχρονη φιλελεύθερη προσέγγιση στα πολιτικά προβλήματα, δεν είναι ίδια με αυτή που ήταν τον 19ο αιώνα (όσο και αν αυτή επικαλούνται πάντα οι εχθροί του στις κατηγορίες τους). Στο σύγχρονο κοινωνικό πλέγμα σχέσεων, ο φιλελευθερισμός δεν επιδιώκει τον πλήρη εξοβελισμό του κράτους από τον κοινωνικό του ρόλο. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανεδαφικό, ανέφικτο αλλά και επικίνδυνο. Ο νεοφιλελευθερισμός, η σύγχρονη εκδοχή του φιλελευθερισμού, όχι μόνο δεν μειώνει τις κοινωνικές δαπάνες, αλλά αντίθετα με την απομάκρυνση του κράτους από τον επιχειρηματικό του ρόλο και την άρση των ρυθμίσεων που επιβάλλει στην αγορά απελευθερώνει πόρους για την παιδεία, την υγεία, την ασφάλεια κτλ. Επιδιώκει όμως να δημιουργήσει μια κοινωνία πολιτών, να μεταθέσει το άτομο, τον πολίτη, στο επίκεντρο των διαδικασιών αποφάσεων και ευθυνών και να μεγιστοποιήσει τις ελευθερίες και τις επιλογές του.

Ένα καλό τέτοιο παράδειγμα είναι η παιδεία. Η σύγχρονη φιλελεύθερη πρόταση δεν περιλαμβάνει την κατάργηση ή έστω τη μείωση της κρατικής μέριμνας και της οικονομικής ενίσχυσης στην εκπαίδευση. Προτείνει όμως την κατάργηση του δημόσιου συστήματος εκπαίδευσης και την απόδοση των πόρων που διαθέτει το κράτος απευθείας στον πολίτη ώστε να επιλέγει ελεύθερα όποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα προτιμά. Το κύριο πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη πόρων (είναι υπαρκτό ζήτημα και αυτό), αλλά η κακοδιαχείρισή τους μέσα από το γραφειοκρατικό και άκαμπτο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης που υπηρετεί όχι τους μαθητές και τις ανάγκες τους αλλά τα συμφέροντα των υπαλλήλων του. Αυξάνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των σχολείων, το εκπαιδευτικό προσωπικό αναγκαστικά χάνει την δημοσιοϋπαλληλική του νοοτροπία, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι το άτομο γίνεται απόλυτα υπεύθυνο για τις επιλογές του και ταυτόχρονα το εκπαιδευτικό σύστημα αποκτά μια πρωτοφανή ευελιξία και προσαρμοστικότητα στις νέες εξελίξεις. Τελικά, η όλη φιλοσοφία της μετάθεσης των επιλογών στο άτομο όχι μόνο καθιστά πιο υπεύθυνους τους γονείς, αλλά συνολικά τους πολίτες πιο ενεργούς, πιο συμμετοχικούς και πιο ελεύθερους.

Η ίδια φιλοσοφία ισχύει πάνω-κάτω και στην οικονομία. Ο φιλελευθερισμός στην οικονομία δεν είναι κάποια ιδεολογία του μεγάλου κεφαλαίου που προσπαθεί να στραγγίξει τα κατώτερα στρώματα (αυτό επιτυγχάνεται πολύ καλύτερα σε ολοκληρωτικά συστήματα). Είναι η αντίληψη ότι το κράτος δε μπορεί να ρυθμίζει την αγορά και να κάνει τον επιχειρηματία σε οποιοδήποτε τομέα διότι και αποτυχημένο είναι και στρεβλώσεις δημιουργεί στην υπόλοιπη αγορά. Είναι η απομάκρυνση της κηδεμονίας του κράτους στην αγορά και την ενεργοποίηση του πολίτη καταναλωτή/παραγωγού. Ο φιλελευθερισμός εκφράζει τις παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις της αγοράς και της κοινωνίας που χρειάζονται ευκαιρίες, για την ανάπτυξη αλλά και την εκμετάλλευση των οποίων είναι αναγκαίο ένα πλαίσιο και κλίμα ελευθερίας. Ελευθερία μετακίνησης προϊόντων, ελευθερία μετακίνησης ανθρώπινου δυναμικού, ελευθερία μετακίνησης κεφαλαίων, ελευθερία από ασφυκτικούς γραφειοκρατικούς και φορολογικούς περιορισμούς, και τελικά ελευθερία μετακίνησης ειδήσεων, γνώσεων και ιδεών. Αυτοί που ωφελούνται από μια τέτοια ανοιχτή κοινωνία δεν είναι απλά μια μικρή κορυφή στην κοινωνική πυραμίδα, αλλά η πλατιά μάζα όσων έχουν ατομικές ικανότητες, πρωτότυπες ιδέες, διάθεση για συμμετοχή, πρωτοβουλίες, αξιοποίηση ευκαιριών και ανάληψη ρίσκων. Ειδικά στη χώρα μας, όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός αυτοαπασχολούμενων και μικρομεσαίων, ο φιλελευθερισμός θα μπορούσε να προσφέρει ένα πλαίσιο δημιουργικής, παραγωγικής και εξωστρεφούς ανάπτυξης.

Ποιοι λοιπόν αντιδρούν στον νεοφιλελευθερισμό; Μα φυσικά όσοι έχουν οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που απειλούνται από την επικράτηση των φιλελεύθερων πρακτικών. Οι μεγαλοπρομηθευτές του δημοσίου και τα μονοπώλια (που στη χώρα μας ελέγχουν και τα ΜΜΕ) που δεν θέλουν τον ανταγωνισμό στα προϊόντα τους, οι οργανωμένες επαγγελματικές συντεχνίες που δεν θέλουν να ανοίξει ο ανταγωνισμός στις υπηρεσίες που προσφέρουν, οι συνδικαλιστές και οι υπάλληλοι του εκτεταμένου δημοσίου τομέα που έχουν να χάσουν τα προκλητικά τους προνόμια σε σύγκριση με αντίστοιχους που δουλεύουν στον ιδιωτικό, οι κάθε λογής επιδοτούμενοι και ο κατάλογος δεν τελειώνει (ή όσοι θέλουν να βρεθούν αντίστοιχα σε αυτές τις θέσεις). Ιδεολογικά προκαλύμματα βρίσκουν άφθονα. Μιλάνε για την προστασία του ατόμου, με την υπαγωγή του και τον εναγκαλισμό του από την «τάξη», την «κοινωνία», το «έθνος», τη «φυλή» και άλλα σύνολα ανάλογα με την περίσταση, με μόνο στόχο τον έλεγχο της ελευθερίας του.

Αν υπολογίσει κανείς ότι σχεδόν το 70% της ελληνικής οικονομίας είναι εξαρτημένη από το κράτος, εύκολα καταλαβαίνει γιατί ο φιλελευθερισμός έχει περιθωριοποιηθεί, δυσφημιστεί και λοιδωρηθεί στη χώρα μας. Οι καιροί όμως δεν περιμένουν. Όσο νωρίτερα αντιληφθούμε αυτά που έχουν γίνει για άλλους κοινός τόπος αιώνες τώρα, τόσο καλύτερα εφόδια και περισσότερες πιθανότητες θα έχουμε για ανταποκριθούμε στις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος.

Περλικός Φώτης

Filed under: Φιλελευθερισμος — Φώτης Περλικός @ 8:40 pm (Διαβάστηκε 703 φορές)

Η λέξη που αρχίζει από Φ

When I use a word, it means just what I choose it to mean – neither more nor less.

Humpty-Dumpty (1)

Δεν υπάρχει ίσως περισσότερο ταλαιπωρημένη λέξη στο πολιτικό λεξιλόγιο από τον Φιλελευθερισμό. Ακόμα και με τη Δημοκρατία έχουμε καταλήξει αν όχι σε έναν κοινά αποδεκτό ορισμό, τουλάχιστον σε μια κοινή ιδέα για το περιεχόμενο του όρου. Αλλά κι εκεί ο φιλελευθερισμός περιπλέκει τα πράγματα, διότι η συνταγματική δημοκρατία «δυτικού τύπου» ονομάζεται και φιλελεύθερη (constitutional/liberal democracy). Στο σύντομο αυτό κείμενο θα παρουσιάσουμε συνοπτικά την περιπέτεια της λέξης «φιλελευθερισμός» (liberalism) στον αγγλοσαξονικό χώρο και ιδιαίτερα στις Η.Π.Α. του 20ου αιώνα, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής συζήτησης διεξήχθη εκεί.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η πηγή της σύγχυσης βρίσκεται στην ιστορία του φιλελευθερισμού. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι φιλελεύθεροι διακρίνονταν εύκολα από τους συντηρητικούς και τους σοσιαλιστές. Οι φιλελεύθεροι ήταν οι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς και οι υπερασπιστές των ατομικών δικαιωμάτων. Οι πεποιθήσεις τους βασίζονταν στον ατομικισμό (individualism) που αποτελεί και σήμερα τη θεμέλια λίθο κάθε πραγματικά φιλελεύθερης τάσης. Τα άτομα θα πρέπει να αφεθούν ελεύθερα να καθορίσουν τη ζωή τους με τον τρόπο που αυτά επιλέγουν. Βέβαια υπήρχε η διάκριση μεταξύ των ωφελιμιστών και των καντιανών φιλελευθέρων, αλλά είχε μόνο ακαδημαϊκή αξία. Πολιτικά οι φιλελεύθεροι ήταν ενωμένοι.

Στις αρχές όμως του 20ου αιώνα, εξαιτίας των ιδεολογικών ζυμώσεων που ακολούθησαν τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο και την ύφεση της δεκαετίας του 1930, το στρατόπεδο των φιλελευθέρων διασπάστηκε. Η κυρίαρχη τάση των φιλελευθέρων στον αγγλοσαξονικό χώρο άρχισε να διαχωρίζει τον πολιτικό από τον οικονομικό φιλελευθερισμό, δίνοντας έμφαση κυρίως στον πρώτο. Επηρεασμένοι από την οικονομική θεωρία του Keynes (ο οποίος θεωρούσε πάντα τον εαυτό του φιλελεύθερο) οι φιλελεύθεροι άρχισαν να έχουν αμφιβολίες για τη δυνατότητα της αγοράς να υλοποιεί τις επιλογές των ατόμων. Θεωρούσαν πως ο κρατικός παρεμβατισμός αποτελεί ένα αναγκαίο κακό που παρά το κόστος του (περιορισμός των επιλογών) μπορεί να εξασφαλίσει την προστασία των ατόμων και τελικά την ευημερία τους. Εφόσον οι φιλελεύθεροι ενδιαφέρονταν για το άτομο, δεν υπήρχε λόγος να παραμείνουν δογματικά προσκολλημένοι στην αγορά.

Βέβαια, υπήρξε μια μικρή μερίδα διανοουμένων (κυρίως στις Η.Π.Α.) που όχι μόνο δεν ακολούθησε την κυρίαρχη τάση αλλά βαθμιαία ριζοσπαστικοποιήθηκε περισσότερο, αρνούμενη να αποδεχτεί οποιαδήποτε παρέμβαση στην οικονομική ή κοινωνική ζωή. Δεδομένου ότι ο όρος liberal είχε κατοχυρωθεί από την κυρίαρχη τάση, θα έπρεπε να εφευρεθεί κάποιος άλλος. Έτσι γεννήθηκε ο όρος libertarian (2). Η πρώτη γενιά των libertarians περιελάμβανε στους κόλπους της μεγάλους οικονομολόγους όπως ο F.A. Hayek και ο Ludwig von Mises, διανοούμενους όπως ο H.L. Mencken και συγγραφείς όπως η Ayn Rand. Όμως έχασε όλες τις μάχες και σε ιδεολογικό και σε πολιτικό επίπεδο.

Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια της ευημερίας και της ταχύτατης οικονομικής ανάπτυξης, ο λεγόμενος «εξισωτικός φιλελευθερισμός» (egalitarian liberalism), δηλαδή η κυρίαρχη τάση των liberals κυριάρχησε πλήρως. Οι πολιτικοί τους στόχοι ήταν δύο: η προστασία των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων (κυρίως των μειονοτήτων και των ασθενών πληθυσμιακών ομάδων) και η δόμηση του κράτους προνοίας. Θα συγκρουστούν με τους συντηρητικούς επιδιώκοντας τον πρώτο στόχο, πολύ λιγότερο για το δεύτερο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η παντοδυναμία των liberals στις Η.Π.Α. θα σηματοδοτηθεί από τρία γεγονότα: (α) την έκδοση της δικαστικής απόφασης Roe v. Wade που, νομιμοποιώντας τις αμβλώσεις, κατοχύρωσε το «δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή» (right to privacy), δηλαδή το κατεξοχήν φιλελεύθερο δικαίωμα του 20ου αιώνα, (β) την έκδοση του μνημειώδους έργου του John Rawls, A Theory of Justice, του σημαντικότερου έργου πολιτικής φιλοσοφίας του 20ου αιώνα και ναυαρχίδας του εξισωτικού φιλελευθερισμού, και (γ) τη διακυβέρνηση Nixon η οποία (όπως και εκείνη του Eisenhower) αποδέχτηκε πλήρως το liberal consensus, με αποκορύφωμα το «Είμαστε πλέον όλοι Κεϋνσιανοί!» που αναφώνησε ο ίδιος ο Richard Nixon.

Πολλοί ταυτίζουν τους αμερικανούς liberals με τους ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες. Αυτό αποτελεί λάθος. Ακόμα και στο ιδιαιτέρως πατερναλιστικό οικοδόμημα του John Rawls, η ελευθερία προηγείται απόλυτα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το γεγονός πως ο ίδιος ο Rawls καταλήγει στην πρώτη καθαρά φιλελεύθερη αρχή της θεωρίας του με αφετηρία ένα καθαρόαιμο ωφελιμιστικό κριτήριο (maximin), καθιστώντας έτσι προβληματική τη θεμελίωσή της, είναι χαρακτηριστικό (3).

Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι libertarians ανασυντάχθηκαν γύρω από 2-3 περιθωριακούς κύκλους: τους νέο-αυστριακούς οικονομολόγους (Mises, Rothbard), τον φιλοσοφικό κύκλο των «ομπζεκτιβιστών» της Ayn Rand και το αντιπολεμικό κίνημα του Βιετνάμ. Ακολουθώντας την παράδοση των libertarians και των paleo-conservatives (4) των αρχών του αιώνα (οι οποίοι αντέδρασαν δυναμικά στην εμπλοκή των Η.Π.Α. και στον 1ο και στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο ως πιστοί isolationists) κατόρθωσαν να διασπάσουν τη νεολαία του ρεπουμπλικανικού κόμματος, φέρνοντας κοντά τους μια μεγάλη ομάδα ριζοσπαστικοποιημένων νέων (5). Η απονομή του νόμπελ οικονομικών το 1974 στον F.A. Hayek και η έκδοση του Anarchy, State, and Utopia το 1974 από τον Robert Nozick προσέδωσε στο κίνημα των libertarians -πέραν της μαζικότητας- και μια ιδεολογική νομιμοποίηση.

Οι εξελίξεις αυτές συνοδεύτηκαν από παράλληλες εξελίξεις στην κυρίαρχη ιδεολογία στις Η.Π.Α. Η πλήρης επικράτηση της κλασσικής φιλελεύθερης οικονομικής σχολής του Σικάγου (εννέα Νόμπελ οικονομικών μέσα σε δύο δεκαετίες) στον ακαδημαϊκό χώρο, η αποτυχία του κράτους προνοίας και του κεϋνσιανού μοντέλου και στη συνέχεια η κατάρρευση των σοσιαλιστικών οικονομιών δημιούργησε ιδιαίτερα φιλικές συνθήκες για τις ιδέες των libertarians. Όμως η στροφή ήταν καταρχήν πραγματιστική και δευτερευόντως ιδεολογική.

Ο λεγόμενος νεο-φιλελευθερισμός (neo-liberalism) δεν αποτέλεσε ποτέ κάποια ιδεολογία. Αντιθέτως, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μίγμα οικονομικής πολιτικής (πολλές φορές όχι ιδιαίτερα φιλελεύθερης) που σκοπό έχει τη βραχυπρόθεσμη εξυγίανση μιας οικονομίας και δεν συνοδεύεται από κάποια πολιτική φιλοσοφία (6). Όμως ακόμα και τα οικονομικά του νεο-φιλελευθερισμού στηρίζονται πολύ περισσότερο στην κυρίαρχη οικονομική σκέψη (έτσι όπως διαμορφώθηκε μετά την επικράτηση της σχολής του Σικάγο) παρά στη libertarian Αυστριακή οικονομική σχολή.

Ο George W. Bush, Jr. συχνά στους λόγους του αναφέρεται υποτιμητικά στον φιλελευθερισμό ως “the L-word” – σαν μια βρώμικη λέξη. Αυτή η περιφρόνηση των συντηρητικών αμερικανών απέναντι στον φιλελευθερισμό περιλαμβάνει όλα τα είδη του (είτε ως liberalism, είτε ως libertarianism). Ο ίδιος ασφαλώς δεν αναγνωρίζει τον χαρακτηρισμό «νεο-φιλελεύθερος» που συχνά του αποδίδουν πολλοί Ευρωπαίοι, ταυτίζοντάς τον συχνότατα με τον libertarianism. Οι libertarians όμως είναι αυτοί τη στιγμή οι σκληρότεροι αντίπαλοί του καθώς πρωταγωνιστούν στο αντιπολεμικό κίνημα, αλλά και στη νομιμοποίηση του γάμου των ομοφυλοφίλων. Οι ιδέες τους αποτελούν τον χειρότερο εφιάλτη του Bush και όμως η άγνοια των όρων επιτρέπει ακόμη και σοβαρούς Ευρωπαίους διανοούμενους να τους συγχέουν.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Για περαιτέρω διερεύνηση του θέματος, θα μπορούσε κάποιος να ξεκινήσει από μια καλή εισαγωγή στην πολιτική φιλοσοφία. Χρήσιμη είναι η μονογραφία του John Gray, Liberalism (Minneapolis, University of Minnesota Press, 1995, 2nd ed.). Το έργο του John Rawls αποτελεί την εντυπωσιακότερη και του Cass Sunstein την πλέον πραγματιστική εκδοχή του εξισωτικού φιλελευθερισμού. Βλ. ιδίως Cass Sunstein, Free Markets & Social Justice (New York: Oxford University Press, 1997). Για τον libertarianism προτείνω την κλασική μελέτη του Norman P. Barry, On Classical Liberalism and Libertarianism (New York: St. Martin’s Press, 1987) αλλά και το έγκυρο A Dictionary of Conservative & Libertarian Thought, Nigel Ashford & Stephen Davies, eds. (London: Routledge 1991). Τέλος, ίσως σας φανεί χρήσιμο και το άρθρο μου «Εισαγωγή στις Σύγχρονες Φιλελεύθερες Τάσεις στην Πολιτική και Νομική Θεωρία», στο Περί Φιλελευθερισμού, επ. Χρήστος Ζαχόπουλος (Εκδ. Ι. Σιδέρης, 2002), σσ. 93-127.

(1) Lewis Carroll. Through the Looking Glass (1871).

(2) Μεταφράζεται στα ελληνικά αδόκιμα ως «φιλελευθεριστής». Μπορεί επίσης να μεταφραστεί περιφραστικά ως «ακραίος» ή «δογματικός φιλελεύθερος», αλλά και πάλι η μετάφραση δεν είναι ικανοποιητική. Προσωπικά προτιμώ τον όρο αμετάφραστο.

(3) Όπως επίσης και η δεύτερη αρχή που εισάγει (αρχή της διαφοράς). Κατά τον Δ. Δημητράκο, το difference principle του Rawls αποτελεί ασφαλές κριτήριο διαφοροποίησης των φιλελεύθερων από τους υπολοίπους.

(4) Οι neo-conservatives εμφανίστηκαν για πρώτη φορά δυναμικά κατά τη δεκαετία του 1960 με σημαία τον αντικομμουνισμό. Σε αντίθεση με τους paleo-conservatives που είχαν αντιταχθεί στην είσοδο των Η.Π.Α. στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο αλλά και στον ανταγωνισμό με την Ε.Σ.Σ.Δ., οι neo-conservatives πίστευαν στη δυναμική αντιπαράθεση με την Ε.Σ.Σ.Δ. Οι δεύτεροι (σε αντίθεση με τους πρώτους) αποδέχονταν το κράτος πρόνοιας και το New Deal. Η ομάδα των νεο-συντηρητικών περιελάμβανε τους καθαρόαιμους συντηρητικούς (όπως ο εκδότης του New Republic Franck Buckley), αλλά και πρώην liberals που είχαν απογοητευτεί από την εξωτερική πολιτική του Δημοκρατικού κόμματος (Kristol, Podhoretz, Glazer).

(5) Εξαιτίας της αντίθεσής τους στον πόλεμο αλλά και έπειτα από τη συμμετοχή τους στην αποτυχημένη αλλά καθοριστική για την εξέλιξη του κινήματός του προεκλογική εκστρατεία του Barry Goldwater το 1964.

(6) Είναι χαρακτηριστικό πως ο όρος είναι σχεδόν άγνωστος στις Η.Π.Α., αν κι έχει χρησιμοποιηθεί περιστασιακά για να χαρακτηρίσει τόσο διαφορετικές ομάδες, όπως (α) ο κύκλος των συνεργατών του liberal πολιτικού περιοδικού The New Republic (β) αμερικανούς πολιτικούς του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως οι Bill Clintοn, Al Gore, Dοuglas Wilder και Paul Tsοngas, στα προεκλογικά προγράμματα των οποίων υπήρχε μία σαφής προτίμηση στην ελεύθερη αγορά σε σχέση με παλαιότερους υποψήφιους προέδρους του ίδιου κόμματος, (γ) φιλελεύθερους διανοούμενους που αποδέχονται τον ρόλο του κράτους ως ρυθμιστή της αγοράς και προστάτη των ασθενέστερων (κατά ταξινόμηση που οφείλεται στον Jeffrey Friedman, καθηγητή στο Harvard και εκδότη του περιοδικού Critical Review), κτλ.

Χατζής Αριστείδης

Λέκτορας Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών,

Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας & Θεωρίας της Επιστήμης

(Μ.Ι.Θ.Ε.) του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σχόλια ευπρόσδεκτα στην ηλεκτρονική διεύθυνση: ahatzis@phs.uoa.gr

Δημοσιεύθηκε στο φιλοσοφικό περιοδικό

Cogito (τ. 1, Ιούλιος 2004) και στο

Δίκτυο Ελευθερίας www.libertynet.gr

Filed under: Φιλελευθερισμος — Αριστείδης Χατζής @ 6:18 pm (Διαβάστηκε 721 φορές)

Το αίνιγμα της εξουσίας και η (φιλελεύθερη) λύση του

Τι είναι ο πολιτικός φιλελευθερισμός? Ποια είναι η ουσία του? Που βρίσκεται η διαφορά του από όλα τα υπόλοιπα ιδεολογήματα που φλόγισαν τις ψυχές των ανθρώπων στην πορεία της ιστορίας? Είναι αλήθεια ότι ο 20ος αιώνας, αυτός ο μεγαλειώδης και ταυτόχρονα καταραμένος αιώνας των άκρων γνώρισε σε κάθε σημαντική του καμπή ποικιλόμορφες “κοσμοσωτήριες” ιδεολογίες. Σχεδόν όλες χάραξαν μια ματωμένη φρικιαστική πορεία στην προσπάθεια τους να επιβληθούν και να κυριαρχήσουν. Οι λεωφόροι του μέλλοντος χτίστηκαν πάνω στην τέφρα εκατομμυρίων αθώων που θυσιάστηκαν στην υπηρεσία ενός Υπέρτατου Σκοπού ή στον αγώνα ενάντια του. Τα φαντάσματα τους πλανώνται πάνω από τα κατορθώματα του πολιτισμού μας. Αφουγκραστείτε αυτές τις βασανισμένες σκιές . Οι ιστορίες τους δεν σφραγίζουν το τέλος του χτες. Αποτελούν το πρελούδιο του δικού μας αύριο.

Σε περιόδους κρίσεων όπου η εξαθλίωση και η ανάγκη για αλλαγή πυρώνει σαν φωτιά τις φλέβες των καταπιεσμένων, γιγάντιες μάζες ανθρώπων στρέφονται συχνά σε εξτρεμιστικά κινήματα που, ορθώνοντας το πρόταγμα της αναγέννησης εξαπολύουν την καταιγίδα του φανατισμού τους πάνω στα ερείπια της παλιάς κοινωνίας. Η μαζική στήριξη βοηθά νέες ελίτ να αναρριχηθούν παράγοντας καινούργια ιεραρχικά συστήματα που πασχίζουν να διατηρηθούν μέσα από την καταστολή, τη βία και την κατάπνιξη κάθε αντίθετης φωνής. Μια νέα δικτατορία αντικαθιστά την προηγούμενη.. Αλλά κανένα “κόκκινο βιβλιαράκι”, καμιά βίβλος δεν μπορεί να βυθομετρήσει τον ανθρώπινο πολιτισμό, να τον διατρέξει σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του και συνεπώς να τον ελέγξει. Εδώ βρίσκεται η θανάσιμη παγίδα του ολοκληρωτισμού. Κάθε κλειστό σύστημα τελικά εκφυλίζεται, φθείρεται, καταστρέφεται μη μπορώντας να ενσωματώσει ή καλύτερα να υποτάξει όλες τις πτυχές του κοινωνικού γίγνεσθαι. Μια κοινωνία που ανταποκρίνεται στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι από τη φύση της πολύμορφη, ανεκτική και αντιμονοπωλιακή. Σε συνθήκες υλικής και πνευματικής αιχμαλωσίας το κοινωνικό δυναμικό καταπνίγεται προκαλώντας ποικιλόμορφες ανωμαλίες κι όπως είναι αναμενόμενο μια γενικευμένη παρακμή. Δηλαδή, ο μαρασμός του καθεστώτος προέρχεται σε τελική ανάλυση από τις ίδιες τις μεθόδους που χρησιμοποιεί για τη συντήρηση του.

Μόνο ακραίες φωνές, απογοητευμένοι απ’ την πορεία των πραγμάτων, φανατικοί, και μονόπλευροι ιδεαλιστές αρνούνται σήμερα ότι ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία αποδείχτηκαν τα πιο βιώσιμα πολιτικά προτάγματα του πολιτισμού μας. Φυσικά οι λέξεις δεν έχουν σημασία αλλά το περιεχόμενο που κρύβεται πίσω τους. Δεν είναι ο φορμαλισμός του φιλελευθερισμού αυτός που αποδείχτηκε ισχυρότερος των ιδεολογικών του αντιπάλων. Ο κοινοβουλευτισμός καθεαυτός, η νομοθετική αναγνώριση των ατομικών δικαιωμάτων, η συνταγματική πανηγυρική τους κατοχύρωση, γνώρισαν απειράριθμες μεταβολές, προσμίξεις, ανατροπές και διαμορφώσεις. Ακολουθούμε λάθος δρόμο αν χαθούμε στους λαβυρίνθους του νομικισμού ή αν αποφασίσουμε να ερμηνεύσουμε την επικράτηση των φιλελεύθερων μοντέλων διακυβέρνησης πάνω στη βάση των εκάστοτε πολιτικών ισορροπιών. Ο πυρήνας αυτού του συστήματος είναι που αποδείχθηκε τελικός νικητής. Δηλαδή η ίδια η ελευθερία. Η λέξη αυτή βέβαια κουρελιάστηκε ανά τους αιώνες, και κανείς πρέπει να είναι διπλά προσεχτικός όταν τη χρησιμοποιεί για να μη θεωρηθεί βαρετός ή -χειρότερα-υποκριτής. Στα πλαίσια της φιλελεύθερης κοινωνίας η ελευθερία είναι αξεδιάλυτη με την προσωπική αυτονομία, νοείται σαν την άρση των δεσμεύσεων στον κοινωνικό και ατομικό βίο του πολίτη, την απελευθέρωση του από την κρατική εποπτεία, την διαμόρφωση μιας σφαίρας ελεύθερης δράσης όπου εκείνος είναι μοναδικός υπεύθυνος για τις πράξεις του και τις συνέπειες τους. Στον αστερισμό της πολιτικής διακυβέρνησης κανείς δε μπορεί να ελπίζει σε μια παρόμοια αυτονομία, αυτοδιεύθυνση ή αυτοδιαχείριση τουλάχιστον στην παρούσα ιστορική φάση. Ο ριζοσπαστισμός μετριάζεται, τίθενται κανόνες και όρια με τη μεγαλύτερη δυνατή φειδώ. Το κλειδί βρίσκεται στη θέσμιση άμεσων ή αντιπροσωπευτικών δημοκρατικών δομών σ’ όλο το φάσμα της δημόσιας ζωής. Εφόσον οι αναγκαίοι όροι στο πολιτικό παιχνίδι έχουν τεθεί αφήνουμε την κοινωνία να επιλέξει το δρόμο, να καθορίσει την ίδια της τη μοίρα. Αυτή η “επίθεση” ελευθερίας μεταλλάσσει ποιοτικά τη διαλεκτική σχέση κοινωνίας - εξουσίας και -καθώς ο αυτοπεριορισμός του κράτους εξομαλύνει τις συγκρούσεις- κατατείνει σταδιακά στην απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη.

Ενώ όμως το φιλελεύθερο μοντέλο αποδείχτηκε το περισσότερο βιώσιμο, δεν έμεινε-πώς θα μπορούσε άλλωστε ;- απρόσβλητο στις πλημμυρίδες και τις αμπώτιδες της ιστορίας. Η νίκη του έναντι των υπολοίπων ιδεολογιών στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας μόνο ως πύρρειος μπορεί να χαρακτηριστεί. Πάνω στη βάση του, σωρεύτηκαν στο πέρασμα των δεκαετιών απειράριθμες λανθασμένες στρατηγικές και μικροκομματικά ταχυδακτυλουργικά που γέννησαν προϋποθέσεις παρακμής και αλλοτρίωσης των αστικών δημοκρατιών. Παράλληλα, κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις που δεν έτυχαν αποτελεσματικής αντιμετώπισης, όξυναν το πρόβλημα παράγοντας στη χειρότερη περίπτωση τερατώδη υβρίδια όπου ένας πανίσχυρος αποχαλινωμένος κρατικός μηχανισμός συνδιαμορφώθηκε παράλληλα με μια γενικευμένη ανελευθερία και ανισότητα στο επίπεδο της κοινωνίας. Κι αν όλα αυτά ταυτίστηκαν με το φιλελευθερισμό από τους εχθρούς του, αυτό μας επιτρέπει να κατακρίνουμε όχι την χυδαιότητα του πρώτου αλλά τον τρομακτικό υποβιβασμό της πολιτικής σκέψης των δεύτερων. Συγχέοντας την εκτράχυνση με τη φυσιολογική πορεία, τον εκφυλισμό με την υγιή εξέλιξη αποτυγχάνουν όχι μονάχα στη διατύπωση ορθών σκέψεων αλλά κυρίως στην άρθρωση εύστοχου αντιπολιτευτικού λόγου, τη ρίζα δηλαδή κάθε βελτιωτικής αλλαγής.

Ψαύοντας τις δομές του κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος μπορεί κανείς να εντοπίσει εύκολα τα κενά τους, τα προβλήματα και τις πυορροούσες πληγές όπου η πρόοδος ηττάται κατά κράτος από την απολίθωση και τη συντήρηση. Τι αποθέματα σκοταδισμού, ηγεμονικής αλαζονείας, αυταρχισμού, πολιτισμικής οπισθοδρόμησης κρύβονται ακόμα και σήμερα στους θεσμούς μας! Οι κοινωνίες μας διήνυσαν πολύ δρόμο για κάποιες στοιχειώδεις πνευματικές απολαβές. Η απόσταση που απομένει όμως είναι ακόμα μεγάλη και γεμάτη κινδύνους. Με γνώμονα τα διαχρονικά αιτήματα του πολιτικού φιλελευθερισμού οι τάσεις κατάπτωσης μπορούν- και πρέπει- να αναχαιτιστούν.

Η μάχη με τους εφιάλτες του παρελθόντος ξεκινά τον πρώτο της γύρο από τα υψίπεδα της κρατικής εξουσίας,.O πόλεμος ενάντια στη γραφειοκρατία, τη ραχοκοκαλιά του κρατισμού αντιπροσωπεύει μια γενικευμένη εξέγερση ενάντια στις εδραιωμένες εξουσιαστικές δομές που περικυκλώνουν απ’ άκρου σ’ άκρον τον κοινωνικό ιστό. Ένα σύστημα που διεκδικεί την πλήρη αξιοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας δεν μπορεί να επιβιώσει παράλληλα με το γιγαντωμένο κρατικό μηχανισμό παρά μόνο ενάντια του. Η κρατική γραφειοκρατία, αναπόφευκτο δημιούργημα της φιλοσοφίας του πατερναλιστικού κράτους αναδεικνύει τις πιο χυδαίες και παρακμιακές τάσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, τον τυχοδιωκτισμό, την ιδιοτέλεια, την άπληστη φιλοδοξία, σε πυξίδα προσανατολισμού της κρατικής πολιτικής. Στραγγαλίζει την κοινωνική δυναμική με το σάπιο καστικό σύστημα που επιβάλλει, με τον ανούσιο φορμαλισμό της, τον ηθικό της εκφυλισμό και την συστηματική συγκέντρωση ολόκληρης της εξουσίας στα χέρια μιας χούφτας “εκλεκτών”. Ο πολιτικός φιλελευθερισμός πολεμά για την απελευθέρωση της κοινωνίας από τα πλοκάμια της γραφειοκρατίας, τον αυτοπεριορισμό της Διοίκησης, σε τελική ανάλυση δηλαδή μάχεται για την οργανική συρρίκνωση της κρατικής εξουσίας διαμέσω της λειτουργικής αποδυνάμωσής της. Η μάχη αυτή, ρεφορμιστική στην ουσία της, πρέπει να δοθεί εκ των έσω με σταθερά βήματα και προσεκτικές κινήσεις οι οποίες θα στοχεύουν σε μια τελική αναδόμηση των εξουσιαστικών σχέσεων μεταξύ κράτους πολίτη. Είναι ανάγκη να τοποθετήσουμε τον “αυτοματισμό” της τυπικής διαχείρισης των πολιτικών υποθέσεων στη θέση της κάθετης κυριαρχίας από άνθρωπο σε άνθρωπο.

Οι κοινωνικές δομές δε μπορούν να μείνουν άθικτες μετά από την επαφή τους με το φιλελευθερισμό. Το σύστημα όπου γεννάται και αναπτύσσεται το υποκείμενο μέσα από τις ατέλειες του παρέχει το υπόβαθρο για συγκρουσιακές καταστάσεις ατόμου-κοινωνίας. Η δύναμη του ισχυρού, δηλαδή αναγκαστικά του συλλογικού έναντι στο ατομικό καταπνίγει κάθε επαναστατική διάθεση διυλίζοντας την μέσα από τα κανάλια ενός ολοκληρωτισμού λιγότερο ή περισσότερο έκδηλου. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η δύναμη της ψήφου, τα αναγνωρισμένα δικαιώματα σε αρκετές περιπτώσεις δεν τελειοποιούν το σύστημα αλλά ενσωματώνονται ανομοιόμορφα στη δομή του αντί να απορροφηθούν με μια διαδικασία διαλεκτικής σύνθεσης από κάθε επιμέρους πυρήνα του. Πληγώσαμε το θηρίο, το τραυματίσαμε αλλά δεν το σκοτώσαμε. Τα επιμέρους προγράμματα δράσης που βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη των φιλελεύθερων πολιτικών παρατάξεων χρειάζεται να κατατείνουν σ’ ένα βασικό στόχο: Την απομαζικοποίηση του πολίτη, την άνοδο της ατομικότητας σε βάρος της βουβής υποταγμένης μάζας ώστε να απελευθερωθεί όλο εκείνο το τιτάνιο δυναμικό που αποτελεί ουσιαστικά όρο για την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού.

Ο πλουραλισμός της ανοιχτής κοινωνίας μ’ όλα τα δικαιώματα που τον συνοδεύουν είναι εχθρός για όσους η λέξη ελευθερία ισοδυναμεί με τον ίλιγγο, για τους φοβισμένους, τους συντηρητικούς, τους φανατικούς και φυσικά για εκείνους τους ελιτιστές που αρνούνται την αλλαγή τρέμοντας μήπως χάσουν την εξουσία που κατάφεραν να ιδιοποιηθούν. Η άρση του μονοπωλίου της εξήγησης θραύει το απόλυτο θρυμματίζοντας το σε μια σκόνη άπειρων αληθειών εξίσου επαληθεύσιμων και προσωρινών. Καμιά τυραννία δεν είναι παντοτινή, η ελευθερία σε όλους τους τομείς της ζωής μας είναι η μοναδική ελπίδα για να ωθήσουμε τις ικανότητες μας στην πλήρη τους ανάπτυξη. Τίποτα δεν μένει σταθερό σ’ αυτόν τον κόσμο όπου η μοναδική σίγουρη αλήθεια είναι η αλλαγή. Μόνο ένα ανοιχτό σύστημα, δημοκρατικό και ελεύθερο μπορεί να διαρκέσει στο χρόνο χωρίς να εκφυλιστεί. Ο δρόμος έχει χαραχτεί. Όπου ο πολιτικός φιλελευθερισμός επικρατεί, χρέος κάθε σκεπτόμενου ατόμου είναι η υπεράσπιση των ελευθεριών και απαράγραπτων δικαιωμάτων ,ο αγώνας για την ανατροπή της αυθαίρετης εξουσίας ανάμεσα σε ανθρώπους, του πειθαναγκασμού, της βίαιης επιβολής. Απέναντι στα υπολείμματα του αντιδραστικού υπερσυντηρητικού κόσμου μέσα στις κοινωνίες μας, δεν υπάρχει άλλη λύση παρά μόνο η πλαγιοκόπηση, το καυτό σίδερο της αμφιβολίας, η κριτική και η διαφωνία. Ας τους αναγκάσουμε να παλέψουν σκληρά για να αποδείξουν ότι “έχουν δίκιο”. Συνειδητά ή ασυνείδητα τελικά θα παίξουν το παιγνίδι της ανταγωνιστικής ελευθεριακής κοινωνίας…

Filed under: Φιλελευθερισμος, Φιλοσοφια — Χάρης Πεϊτσίνης @ 3:49 pm (Διαβάστηκε 649 φορές)

Η σύγχρονη εικονολατρεία

Ο σύγχρονος κόσμος αποτελείται από εκατομμύρια ανεξάρτητα άτομα/μονάδες τα οποία έχουν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα να επιλέξουν το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό τους μέλλον. Τα μέλη των σύγχρονων κοινωνιών έχουν, χάρη στην τεράστια τεχνολογική, οικονομική και κοινωνική πρόοδο, άπειρες διαθέσιμες επιλογές για να κατευθύνουν την ενεργητικότητά τους, προκειμένου να επιβιώσουν και να ευημερήσουν. Η οικονομική και πολιτική ελευθερία των μελών των σημερινών δυτικών κοινωνιών δεν έχει ιστορικό προηγούμενο.

Η ελευθερία αυτή όμως, η βάση του φιλελευθερισμού, που γεννάται μέσα από την πληθώρα των διαθέσιμων επιλογών, μπορεί να αξιοποιηθεί σωστά μόνο μέσω της λογικής. Η λογική κάθε ανθρώπου θα του επιτρέψει να αξιολογήσει τις ανάγκες του, να κατανοήσει τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος που ζει και των διαρκών μεταβολών του, να ιεραρχήσει τις προτεραιότητές του, να σχεδιάσει την κατανομή των κάθε είδους υφιστάμενων πόρων και μέσων του και τελικά να προσαρμοστεί αποτελεσματικά στις προκλήσεις και στις απαιτήσεις των καιρών. Ο ορθολογισμός είναι το απαραίτητο εργαλείο που θα μεγιστοποιήσει την ωφέλεια και τα κέρδη από τις δυνατότητες της εποχής μας για τον σύγχρονο άνθρωπο. Επειδή καμία άλλη εποχή δεν προσέφερε τόσες δυνατότητες και προοπτικές για το άτομο, και γι’ αυτό η ελευθερία του ατόμου ποτέ δεν ήταν τόσο στενά συνδεδεμένη με τη λογική. Ο ορθολογισμός γίνεται όλο και περισσότερο σύντροφος του φιλελευθερισμού και φύλακας της ατομικής ελευθερίας.

Διαχρονικά η προσπάθεια καθενός, που ήθελε να εκμεταλλευτεί τον άνθρωπο, ήταν να καταφέρει να τον εμποδίσει να μεγιστοποιήσει τα προσωπικά του οφέλη από τις δυνατότητες της εποχής του, ώστε να εκμεταλλευτεί εκείνος τη διαφορά. Παλαιότερα κάτι τέτοιο ήταν σαφώς πιο εύκολο, διότι τόσο οι επιλογές του ατόμου ήταν πολύ περιορισμένες, αλλά και διότι η καταπάτηση ακόμα και αυτής της μικρής ελευθερίας ήταν πολύ πιο απλή υπόθεση. Η βία ή απειλή της βίας, η έλλειψη μόρφωσης, η αδυναμία αυτόνομης κριτικής σκέψης, η έλλειψη πληροφόρησης κτλ καθιστούσαν τον άνθρωπο εύκολα υποχείριο. Οι εποχές της δουλείας, της δουλοπαροικίας ή των ολοκληρωτικών συστημάτων είναι πλέον παρελθόν για τις πολλές περιοχές του πλανήτη.

Σήμερα, στις σύγχρονες ανοιχτές κοινωνίες, όπου και οι ελεύθερες επιλογές είναι απείρως περισσότερες και ο φυσικός καταναγκασμός πολύ πιο δύσκολος, οι εχθροί της ελευθερίας αναγκάζονται να καταφύγουν σε πιο έμμεσες (αν και πανάρχαιες) μεθόδους. Κάθε θρησκεία, κάθε ιδεολογία, κάθε σύστημα αξιών που πολέμησε την ατομική ελευθερία προσπάθησε να εμποδίσει τον άνθρωπο από το να αξιοποιήσει τις δυνατότητές του, για να υπάρχει περιθώριο να τον εκμεταλλευτεί. Και ο μόνος τρόπος να το πετύχουν είναι να μην σκέπτεται ορθολογικά, δηλαδή να κάνει συνειδητά επιλογές που θα σπαταλήσουν, προς όφελός τους βέβαια, την ελευθερία επιλογών του και τις ευκαιρίες που δημιουργεί το περιβάλλον του. Η λογική και η κριτική σκέψη ήταν πάντα, αλλά σήμερα πολύ περισσότερο, εμπόδια στα σχέδια των εχθρών της ελευθερίας και των εκμεταλλευτών του ανθρώπου, και γι’ αυτό αιώνες τώρα μηχανεύονται τρόπους να τα παρακάμψουν και να τα υπερπηδήσουν (και πάρα πολλές φορές τα καταφέρνουν).

Η εναντίωση στη λογική παίρνει πολλές μορφές. Η άρνηση του κόσμου γύρω μας όπως γίνεται αντιληπτός με την εμπειρία είναι από τις πιο συνηθισμένες. Ακούμε για «ιδέες», για «όνειρα», για «οράματα», για «πίστη» κτλ. Η μεταθανάτια ζωή, οι παράδεισοι (επίγειων και επουράνιων) και η κόλαση, η τρομοκράτηση μέσω της επίκλησης υπερφυσικών δυνάμεων, η ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας ώστε να ερμηνεύεται με όρους ασαφείς και εύπλαστους, η παρουσίαση υποτιθέμενων ιστορικών νομοτελειών, οι προφητείες μελλοντικών κοινωνιών είναι λίγοι από τους πολλούς τρόπους να πειστεί ο άνθρωπος ότι δεν μπορεί από μόνος του να κρίνει τα δεδομένα της πραγματικότητας και να σχεδιάζει αυτόνομα την προσαρμογή του σ’ αυτήν (και άρα εύκολα να παραχωρήσει αυτή του την ελευθερία σε αυτούς που «μπορούν»). Η όλη διαδικασία στηρίζεται στην επιβολή των συναισθημάτων, που γεννούν στον άνθρωπο με όλους αυτούς τους μηχανισμούς, σε βάρος της λογικής του σκέψης.

Ένα από τα ισχυρότερα όπλα αυτού του παραλογισμού είναι η δημιουργία προτύπων. Παρουσιάζουν ζωές ανθρώπων που πήγαν αντίθετα στην λογική (ή εξιδανικεύονται για να παρουσιάζονται ότι το έκαναν) ως «αγίους» της Εκκλησίας, «ήρωες» και «σύμβολα» των αγώνων ή ακόμα και καθημερινά πρότυπα μίμησης. Είναι μια γιγάντια προσπάθεια να πειστεί ο άνθρωπος ότι η ορθολογική ιεράρχηση των αναγκών του και επένδυση των πόρων του είναι «αμαρτωλή», «εγωιστική», «απάνθρωπη», «οπισθοδρομική» κτλ. Σε αντίθεση βέβαια με τα λαμπερά (ψεύτικα) πορτραίτα της «αυτοθυσίας», της «ανιδιοτέλειας», της «προσφοράς», των «ιδανικών». Ακόμα και κάποιος που δεν μπορεί να ακολουθήσει το προσωπικό τους παράδειγμα, πρέπει να ακολουθεί τουλάχιστον τους «εντεταλμένους» συνεχιστές τους. Κάθε εχθρός της ελευθερίας που σέβεται τον εαυτό του έχει να παρουσιάσει πολλά τέτοια πρότυπα.

Κλασικό παράδειγμα τα εκατομμύρια μπλουζάκια, αφίσες και σημαίες με το πρόσωπο του Τσε Γκεβάρα, με βιβλία και ταινίες για τη ζωή του και το «έργο» του συμπληρώνουν το σκηνικό. Ένα πρότυπο ιδεαλισμού, επαναστατικότητας, θυσίας, αγώνα κτλ Μια εξιδανικευμένη εικόνα ενός ανθρώπου που ελάχιστα διέφερε από τους περισσότερους αιμοσταγείς «επαναστάτες» του 20ου αιώνα. Τα χέρια του είναι βαμμένα με το αίμα χιλιάδων αθώων τόσο στην Κούβα, όσο και στη Αφρική και στη Λατινική Αμερική, στα γραπτά του ήταν από τους εκφραστές του πιο σκληρού σταλινισμού, ενώ ήταν στυλοβάτης ενός από τα πιο ανελεύθερα και καταπιεστικά καθεστώτα της εποχής του. Ένας δολοφόνος, που πολύ επιμελώς μετατράπηκε από τους εχθρούς της ελευθερίας σε δούρειο ίππο, για να χτυπήσουν αυτό που αλλιώς είναι ανίκανοι, την λογική ελεύθερη αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Επιτελεί τον ίδιο ρόλο με τους «άγιους» της Εκκλησίας στις εποχές του πιο φρικτού σκοταδισμού της.

Και η επιτυχία τους είναι τεράστια αν αναλογιστούμε ότι ο Τσε Γκεβάρα πλασάρεται ως πρότυπο ακόμα και στην εποχή μας, που η ολοκληρωτική του ιδεολογία έχει καταδικαστεί ιστορικά. Έτσι ενώ η ιδεολογία τους είναι ουσιαστικά νεκρή, ακόμα χιλιάδες άνθρωποι στη χώρα μας εντάσσονται στις γραμμές των παλαιομαρξιστικών απολιθωμάτων στα πλαίσια ενός επιφανειακού, αφελούς και επικίνδυνου συναισθηματισμού και, ακόμα χειρότερα, πολύ περισσότεροι αντιδρούν στην σκληρή λογική της πραγματικότητας (πχ αντίδραση στις αναγκαίες αλλαγές στο ασφαλιστικό, στον μπαμπούλα της «παγκοσμιοποίησης» κτλ) στα πλαίσια μιας παράλογης «αντίστασης» (τελικά στα ίδια τους τα συμφέροντα).

Τα παραδείγματα είναι άπειρα, και εύκολα μπορεί ο καθένας να βρει, αρκεί να σκεφτεί ποιοι είναι αντίπαλοι της ελευθερίας του ατόμου. Όλως τυχαίως στις τάξεις τους βρίσκουμε άφθονους άγιους, ήρωες, σύμβολα κτλ. Αντίθετα, είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς αντίστοιχα πρότυπα υπέρμαχων του φιλελευθερισμού. Στον φιλελευθερισμό, ήρωας είναι ο κάθε άνθρωπος που παλεύει για την επιβίωσή του, αυτός που ορίζει λογικά τη ζωή του, και συνεπώς μένει ανώνυμος και άγνωστος. Ο φιλελευθερισμός δεν έχει ανάγκη τους ήρωες, την συναισθηματική προπαγάνδα, τις μελλοντολογικές προφητείες, την υποταγή του ατόμου σε οποιαδήποτε εξουσία. Στηρίζεται στην μεγαλύτερη κατάκτηση του πολιτισμού μας, την ορθολογική ιεράρχηση τω αναγκών, των μέσων και των στόχων του κάθε ανθρώπου.

Γι’ αυτό κανένα πρότυπο ομοιόμορφης δράσης ή σκέψης δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε μια φιλελεύθερη ιδεολογία, που έχει ως θεμέλιο την διαφορετικότητα του ατόμου. Κάθε άνθρωπος ακολουθεί την δική του κατεύθυνση με βάση τη λογική επεξεργασία των χαρακτηριστικών της δικής του ζωής. Δεν μπορούμε να απαιτούμε κοινή συμπεριφορά από ανθρώπους με διαφορετικές ανάγκες, επιθυμίες και δυνατότητες. Αντίθετα, το άθροισμα της διαφορετικής, πλην όμως ορθολογικής σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, συμπεριφοράς και λειτουργίας των εκατομμυρίων των ανεξάρτητων στοιχειωδών οικονομικών και κοινωνικών μονάδων είναι το θεμέλιο της κοινωνικής προόδου. Όπου πάλι ακούμε για ήρωες, σύμβολα, αγίους, θυσίες, αγώνες κτλ ή βλέπουμε αφίσες, αγιογραφίες ή πορτραίτα μυρίζει από μακριά καταπάτηση των ατομικών ελευθεριών.

Η κοινωνική εξέλιξη δεν είναι έργο μερικών «εξαιρετικών» ανθρώπων-πρότυπων, ούτε προχωράμε σε μια καλύτερη οργάνωση μέσω του συναισθηματισμού ή ανορθόλογων δυνάμεων που οδηγούν σε «ιστορικές νομοτέλειες». Τα εύσημα δεν ανήκουν απλά σ’ αυτόν που ανακάλυψε τον ηλεκτρισμό, αλλά στα εκατομμύρια των ανθρώπων που αναγνώρισαν την πρακτική χρησιμότητα της ανακάλυψης (μεταξύ χιλιάδων άλλων άχρηστων) και την έβαλαν στη ζωή τους. Ή αντίστοιχα, κοινωνικές αλλαγές, όπως πχ η καθιέρωση του κοινοβουλευτισμού, δεν είναι αποτέλεσμα των αγώνων μερικών «εμπνευσμένων» μυαλών, αλλά συνέπεια της θετικής στάσης εκατομμυρίων αυτόνομων μονάδων που αναγνώρισαν την χρησιμότητα των συγκεκριμένων αλλαγών στη ζωή τους.

Η πάλη με όσους θέλουν να εκμεταλλευτούν τον άνθρωπο και να περιορίσουν την ελευθερία του είναι καθημερινή και συνεχής. Δεν είναι όμως πάντα ένας ευδιάκριτος πολιτικός αγώνας. Είναι κυρίως η προσωπική πάλη του κάθε μεμονωμένου ανθρώπου ξεχωριστά απέναντι στον παραλογισμό, τον παρορμητισμό και τον συναισθηματικό εξαναγκασμό, που του πλασάρεται. Ας παλέψουμε όσο καλύτερα οπλισμένοι γίνεται.

Περλικός Φώτης

Filed under: Φιλελευθερισμος — Φώτης Περλικός @ 8:42 pm (Διαβάστηκε 613 φορές)

Το φιλελεύθερο λιοντάρι και οι κότες του φιλελευθερισμού

Η συναρπαστική και ακαδημαϊκά έγκυρη βιογραφία του Jo Grimond, με τον αντιπροσωπευτικό τίτλο Liberal Lion: Jo Grimond- A Political Life (I.B. Tauris, 2005, 266 σελ.) που εκδόθηκε πρόσφατα, από τον συγγραφέα Peter Barbaris, επαναφέρει στην επικαιρότητα την πολιτική παρουσία του σκωτσέζου ηγέτη των άγγλων Φιλελεύθερων (Liberals) την περίοδο 1956-1967.

O Grimond (1913-1993) υπήρξε πραγματικά χαρισματικός ηγέτης, η γοητεία του οποίου διαπερνούσε όλο το πολιτικό φάσμα, όπως πιστοποιεί και η παλαιότερη βιογραφία του με τίτλο Jo Grimond- Towards the Sound of Gunfire (Birlinn, 2001, 469 σελ.) από τον Michael McManus, συγγραφέα που ανήκε στον συντηρητικό χώρο. Αποφασιστικός, τολμηρός και ριζοσπάστης στις ιδέες του, με ξεκάθαρη θεώρηση των πολιτικών πραγμάτων της χώρας του, για τη θέση και την μελλοντική πορεία του κόμματος του, αναγνωρίζεται σήμερα ως ο άνθρωπος που έσωσε τους Φιλελεύθερους από την καταστροφή (Ben Davies, “The Man who saved the Liberals”, www.bbc.co.uk).

Ο Grimond έβλεπε τους Φιλελεύθερους απομακρυσμένους από το Συντηρητικό Κόμμα (Conservative Party). Συνεχιστής της παράδοσης των βρετανών φιλελεύθερων που προέκυψαν από τους Whigs (που τόσο θαύμαζε ο Hayek), σε αντιδιαστολή με τους Συντηρητικούς που αποτέλεσαν τη συνέχεια των Τόρυδων. Και του παλαιού ηγέτη των Φιλελεύθερων Clement Davies, ο οποίος αρνήθηκε την πρόταση του Churchill για ενσωμάτωση του κόμματος στους Συντηρητικούς (και το υπουργείο Παιδείας για τον εαυτό του), κίνηση που θα διέγραφε οριστικά τους Liberals από την πολιτική ζωή.

Η στρατηγική του επιβεβαιώθηκε. Παρέλαβε το διαλυμένο μεταπολεμικά κόμμα του στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, καθώς στις τελευταίες εκλογές συγκέντρωσε μόλις το 2,7% των ψήφων, και το ανέβασε στο 11,2%, εγκαταλείποντας την ηγεσία του στα 54 μόλις χρόνια του. Η εμβέλεια του μηνύματος του υπήρξε ακόμη μεγαλύτερη, οδηγώντας τις φιλελεύθερες αντιλήψεις από «τα περιθώρια στο κέντρο της πολιτικής σελίδας», διαμορφώνοντας την agenda των επόμενων δεκαετιών. Σύμφωνα με τον συντηρητικό Spectator (Alan Watkins, «Jo’s Influential Children», 8/6/2002), οι Νέοι Εργατικοί του Tony Blair είναι πνευματικά παιδιά του Grimond, όπως, π.χ., με την απεξάρτησή τους από τα εργατικά συνδικάτα.

Στο πλαίσιο των ιδεολογικών αναζητήσεων του, οραματιζόταν την «αναδιαμόρφωση» της Αριστεράς («realignment of the Left») με τους Φιλελεύθερους να αποτελούν συστατικό κομμάτι της. Όπως επισημαίνει η βρετανική επιθεώρηση The Economist, σε πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου του Barbaris, («Liberal loose ends», 12/3/2005, σελ. 85), πίστευε πως ο «χώρος θα έπρεπε να καταληφθεί από μία ριζοσπαστική, προοδευτική, αλλά μη σοσιαλιστική δύναμη, περισσότερο ελκυστική στο κέντρο».

Ωστόσο, αρκετά αργότερα, φάνηκε να επανεξετάζει τη θέση του απέναντι στους Συντηρητικούς της Margaret Thatcher και την ριζοσπαστικά φιλελεύθερη στροφή που επέβαλε στο, τότε κορπορατιστικό, κόμμα της.

Σήμερα, στο πλαίσιο της διεθνούς (αλλά και εγχώριας) συζήτησης για τις προϋποθέσεις και προοπτικές μίας ενδεχόμενης σύγκλισης φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας, η πολιτική δράση του Grimond αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς η πολιτική φιλοσοφία του συνίστατο στην προσπάθεια σύνθεσης της οικονομικής ελευθερίας και της ηθικής. Σύνθεση για την οποία οι Συντηρητικοί αδυνατούσαν και οι Εργατικοί δεν κατανοούσαν. Όπως άλλωστε συνήθιζε να λέει, «το πρόβλημα με τους Εργατικούς δεν είναι πως δεν πιστεύουν πραγματικά στο σοσιαλισμό, αλλά ότι δεν εγκρίνουν από καρδιάς της ιδιωτική επιχειρηματικότητα».

Για τον Grimond, οι αρετές της αγοράς δεν περιορίζονται στην οικονομική αποτελεσματικότητα αλλά στη μεγιστοποίηση των διαθέσιμων επιλογών. Και αντίστροφα, η κρατική παρέμβαση στην αγορά, δεν είναι μόνο οικονομικά αναποτελεσματική, αλλά συχνά κοινωνικά άδικη (The Future of Liberalism, 1980). Η υπονομευόμενη από τον διεθνή εμπορικό προστατευτισμό ανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Economist εκτιμά πως εάν ζούσε ο Grimond θα αποδοκίμαζε τις θέσεις των Φιλελεύθερων Δημοκρατών (Liberal Democrats) για υψηλούς φόρους καθώς και τον αντιαμερικανισμό τους. Θα συμμετείχε όμως με ενθουσιασμό στη συζήτηση για την «κοινωνία των πολιτών».

Πέρα όμως από τα όποια λάθη στρατηγικής, εκτιμήσεων και θέσεων, τα οποία είναι αναπόφευκτα σε κάθε ανθρώπινη δράση (πόσο μάλλον στην πολιτική που, όπως έχει ειπωθεί, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πρόβλεψη του μέλλοντος για την κατάλληλη προσαρμογή σε αυτό) ο Grimond πρέπει να παραμείνει στη μνήμη μας ως ο πολιτικός που σε όλη τη ζωή του βάδισε ακατάπαυστα «προς στον ήχο της μάχης». Δεν δίστασε όταν η συγκυρία ήταν αρνητική και οι προοπτικές δυσοίωνες. Και δεν ανοίχτηκε σε κανενός είδους «μεσαίο χώρο» της εποχής, για την αποκόμιση αβέβαιων εκλογικών οφελών. Ένα πραγματικό φιλελεύθερο λιοντάρι.

Πόση, άραγε, απόσταση τον χωρίζει από τις «βρεγμένες κότες του φιλελευθερισμού» (σύμφωνα με τη φράση του Guy Sorman) που πρόθυμα θυσιάζουν την καθαρότητα των απόψεων τους στο βωμό του πλέον χυδαίου, αλλά και πολιτικά αναποτελεσματικού, προσωπικού οπορτουνισμού. Είδος που δυστυχώς στη χώρα μας περισσεύει.

www.libertatia.blogspot.com

Filed under: Φιλελευθερισμος — Δημήτρης Σκάλκος @ 3:24 pm (Διαβάστηκε 674 φορές)

Τι έκανε η κυβέρνηση τα χρήματά σας

Στο βιβλίο «Tι έκανε η κυβέρνηση τα χρήματά μας» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Eκδόσεις «Eλάτη», ο Mάρεϊ Pόθμπαρντ παρουσιάζει με αναλυτικό, αλλά απόλυτα κατανοητό τρόπο, μία σημαντική θεωρητική κατεύθυνση της φιλελεύθερης νομισματικής θεωρίας.

Θα μπορούσαμε μάλιστα να ισχυριστούμε ότι με το βιβλίο του αυτό ο Mάρεϊ Pόθμπαρντ εισάγει το πλατύ κοινό στη θεωρία του κανόνα χρυσού, στα σύγχρονα προβλήματα της θεωρίας του χρήματος και της διαμόρφωσης των ισοτιμιών των νομισμάτων.

O Mάρεϊ Pόθμπαρντ θα γράψει αυτό το βιβλίο για να διαφοροποιηθεί από τις άλλες φιλελεύθερες προσεγγίσεις της θεωρίας του χρήματος και για να δείξει με τον πιο έντονο τρόπο στο πλατύ κοινό ότι οι άνθρωποι διάλεξαν πρωτογενώς τον χρυσό για μέσο ανταλλαγών, διότι ο χρυσός είναι αναπόσπαστα δεμένος με την ελευθερία!

Στη φιλελεύθερη νομισματική θεωρία η κυρίαρχη τάση είναι η νέα ποσοτική θεωρία του χρήματος που διατυπώθηκε από τον Milton Friedman. H δεύτερη τάση είναι αυτή του Friedrich Hayek υπέρ της αποεθνικοποίησης ή ιδιωτικοποίησης του χρήματος, όπως διατυπώθηκε στην περίφημη μονογραφία του «Denationalization of Money» σε εκδόσεις του Institute of Economic Affairs. O Myrray Rothbard έρχεται σε αντίθεση και ασκεί δριμύτατη κριτική στην κυρίαρχη τάση του Milton Friedman, ενώ αντιπαρέρχεται τη δεύτερη στις νεότερες εκδόσεις του βιβλίου του μια και ο κανόνας χρυσού που υποστηρίζει είναι υπέρ των θεμάτων που θέτει ο Friedrich Hayek με την ιδιωτικοποίηση του χρήματος.

O κλασικός φιλελευθερισμός στη σύγχρονη έκφρασή του συνεχίζει να είναι πολύμορφος, πολυδιάστατος και πολυεπίπεδος! H νομισματική θεωρία αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα της πολυσχιδούς ανάπτυξης του φιλελευθερισμού. H αποεθνικοποίηση του χρήματος του Hayek οδήγησε στη σύγχρονη θεωρία του Free Banking με νέες γενιές οικονομολόγων, με προεξάρχοντα τον George Selgin.

H νέα ποσοτική θεωρία του χρήματος δάμασε τον πληθωρισμό της δεκαετίας του ‘70 δίνοντας όμως απόλυτη εξουσία στην κυβέρνηση για τον περιορισμό της προσφοράς χρήματος. Aυτή ήταν η αφορμή της αντίθεσης του Murray Rothbard απέναντι στον Milton Friedman. O Murray Rothbard ήταν (1916 - 1995) ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Φιλελεύθερης Πολιτικής Oικονομίας στην Aμερική και το άλλο σημαντικότατο βιβλίο του «Power and Market» σημάδεψε τη φιλελεύθερη οικονομική ανάλυση περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μετά το «Human Action» του Ludwig von Mises. Hταν λοιπόν αδύνατον για ένα τόσο φιλελεύθερο πνεύμα να υποστηρίξει την ισχυρή νομισματική εξουσία της κυβέρνησης που προϋπέθετε το μονεταριστικό σύστημα του Milton Friedman με την ισχύ μάλιστα του νομίσματος προσδιορισμένη από το κράτος.

Aντί αυτού ο Murray Rothbard προτείνει το νόμισμα να έχει καθεαυτή αξία από τον χρυσό που περιέχει, να είναι ανεξάρτητο από την κυβέρνηση, οι καταθέσεις όψεως να αντιστοιχούν 100% σε αποθέματα χρυσού και οι καταθέσεις ταμιευτηρίου να αντιστοιχούν σε ένα σεβαστό και σταθερό ποσοστό που θα αλληλοκαθορίζεται από τη σύνεση των ιδιωτών τραπεζιτών και το ευρύ καταναλωτικό κοινό! O Milton Friedman κόβει τα χέρια των πολιτικών από το χρήμα καθιστώντας τη νομισματική πολιτική αυστηρή και σταθερή, ενώ ο Murray Rothbard τους αποσύρει παντελώς από το προσκήνιο στερώντας τους τη νομισματική πολιτική και το εκδοτικό προνόμιο.

Δημοσιεύτηκε στην «ΗΜΕΡΗΣΙΑ» (4/3/2005)

Filed under: Φιλελευθερισμος, Οικονομικα, Βιβλιοκριτικες — Πάνος Ευαγγελόπουλος @ 11:20 pm (Διαβάστηκε 595 φορές)

Πολιτική και ιδεολογία

Η ιδεολογία στο γερμανόγλωσσο χώρο είναι αρνητικά προσδιορισμένη. Ιστορικά συνδέθηκε με ρεύματα ιδεών που πάντα στο τέλος συμπορεύονταν με ένα συναισθηματικό λαϊκισμό, που ποτέ δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα που επιδίωκε. Ο φιλελευθερισμός του 19ου αιώνα συνδέθηκε νωρίς με τον εθνικισμό, ο κομμουνισμός με το θεοκρατικό ολοκληρωτισμό κι ο σοσιαλισμός πάλι στα μέσα του 20ου αιώνα με τον εθνικισμό και τα άπειρα θύματα της θηριωδίας του. Υπό αυτήν την έννοια θα μπορούσαμε να μιλήσουμε στο γερμανόγλωσσο χώρο για το τέλος των ιδεολογιών όχι όμως και των ιδεών και προτάσεων για την επίλυση των προβλημάτων.

Υπάρχει μια αμφίσημη σχέση μεταξύ των δύο όρων, πολιτικής και ιδεολογίας. Χρειάζεται η πολιτική μια ιδεολογία για να έλξει „τις μάζες“ στην σωστή κατεύθυνση; Ή μήπως η ιδεολογία δρομολογεί εκείνη την πολιτική που η ίδια κρίνει για ορθή; Σήμερα, όχι μόνο εδώ στον γερμανόγλωσσο χώρο της κεντρικής Ευρώπης αλλά και σε όλο τον κόσμο ζούμε σε μια εποχή αποϊδεολογικοποίησης, όπως οι περισσότεροι καταμαρτυρούν. Δεν μετράει σήμερα μόνο το χρήμα και η εξουσία; Μήπως πολιτική και ιδεολογία δεν είναι παρά το επικάλυμμα αυτών; Ο Pierre Bourdieu δεν ζητούσε την αποκάλυψη των κρυφών μηχανισμών της ορατής αλλά και μη αισθητής εξουσίας;

Καυτά ερωτήματα που δυστυχώς η επίλυση αυτών απαιτεί διατριβές επί διατριβών. Γι’ αυτό παραιτούμαι από κάθε προσπάθεια ικανοποιητικής επίλυσης των παραπάνω ερωτημάτων. Αρκούμαι στο να επισημάνω, πόσο σημαντικά είναι τα δύο αυτά ζητήματα που έθεσα υπό ένα άλλο πρίσμα. Το πρίσμα της πρακτικής πολιτικής.

Αν κανείς δεχτεί την υπόθεση πως η πολιτική ορίζεται ως ένα γενικό πλαίσιο που επιτρέπει τη συλλογική δράση προς επίτευξη ατομικών ή και ομαδικών στόχων, η ιδεολογία ως ένα σύστημα προτάσεων προς επίλυση προβλημάτων και όχι ως „θρησκοληπτική“ μισαλλόδοξη περιχαράκωση που χωρίζει τον κόσμο σε δικούς μας και σε όλους τους άλλους, τότε γίνεται εύκολα δεκτή η διαπίστωση, πως κανόνες ή πλαίσια κανόνων προσδιορίζουν την πολιτική όπως και την ιδεολογία.

Το πρίσμα της πρακτικής πολιτικής μας δείχνει δηλαδή, όπως οι τρόποι καλής συμπεριφοράς που μαθαίνουμε κατά την ανατροφή μας στο σπίτι και στο σχολείο, μας δείχνουν τους αποδεκτούς τρόπους συμπεριφοράς αλλά δεν μας εγγυώνται ταυτόχρονα και την επιτυχία των επιδιώξεών μας, κάτω από ποιους κανόνες έχουμε να συντονίσουμε τη δράση μας, έτσι ώστε να ελπίζουμε, ότι θα έχουν οι στόχοι μας όπως και οι προτάσεις μας μιαν ελπίδα να ακουστούν στο γενικό φόρουμ της δημόσιας συζήτησης. Το κλειδί της πολιτικής και της ιδεολογίας γίνεται μ’ αυτό τον τρόπο ο τρόπος συζήτησης και αντιπαράθεσης και όχι η a priori αλήθεια.

Αυτό αποτελεί για μένα την πρώτη διαπίστωση περί πολιτικής και ιδεολογίας. Πρώτα συνταυτιζόταν η αλήθεια και με τα δύο, σήμερα στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, δηλ. στην εποχή των πολλαπλών επιλογών και της απόρριψης της απόλυτων αληθειών, η πολιτική και η ιδεολογία δεν οφείλουν να είναι τίποτε περισσότερο από μέσα που τυχόν δύνανται μέσω του διαρκούς ελέγχου, απόρριψης ή εφαρμογής τους να συντείνουν αποτελεσματικότερα στην επίλυση δεδομένων προβλημάτων ή όχι, στιγμιαία ή κατά μεγαλύτερες χρονικές περιόδους.

Το στοιχείο της δυναμικότητας και συνεχούς μετεξέλιξης των κοινωνιών κάνει αδύνατη την μακροημέρευση πολιτικών ή ιδεολογιών που αυτοπροβάλλουν την εξ’ αποκαλύψεως αλήθεια σε θέματα πρακτικής και όχι μεταφυσικής υφής των σύγχρονων προβλημάτων. Η σχέση πολιτικής – ιδεολογίας και μέσου (όχι στόχου) πρέπει να συνδεθεί με το ερώτημα της τάξης ως κοινωνικού φαινομένου και της ασφάλειας ως υποκειμενικού αισθήματος των πολιτών, που δρουν υπό μια διαρκώς διαμορφούμενη τάξη. Το παραπάνω μοντέλο ερμηνείας της πολιτικής και της ιδεολογίας ως „πολυποίκιλα μέσα“ που αλληλοανταγωνίζονται με μόνο κριτήριο επιτυχίας την από τους πολίτες επιδοκιμασία τους και το σεβασμό του γενικού πλαισίου κανόνων από όλους, προκαλεί επακολούθως αισθήματα ανασφάλειας και σε εκείνους (άτομα -θεσμούς) που μέχρι χθες ήταν οι σταθερές του συστήματος, όσο και σε κάποιους, που διαπιστώνουν πως η μοντερνικότητα δε συμβιβάζεται ούτε επιβραβεύει τον εφησυχασμό και την αδράνεια (δημοσιοκρατικισμός).

Πολλοί θα θεωρούσαν το πλαίσιο που διαγράφω, ότι είναι αρκετά αγχωτικό και αντικοινωνικό, ή άλλοι, ότι είναι „νεοφιλελεύθερο“ και γι’ αυτό απάνθρωπο και „οικονομίστικο“, όταν στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια διαπίστωση του γεγονότος, πως η ανθρωπότητα την σήμερον έκοψε τις αλυσίδες των αυταπόδεικτων μύθων και η υποτιθέμενη μέχρι χθες συλλογική ευθύνη και δράση μετατοπίζεται από σήμερα στην ατομική επιλογή και ευθύνη, που αν και δεν γίνεται έτσι αντιληπτή, είναι όμως από τα πράγματα λιγότερο εγωιστική και κοινωνικότερη. Γιατί, αν και αυξάνει την ανασφάλεια όλων των μελών της κοινωνίας κατά τι ισόβαθμα, αυξάνεται κατά αυτόν τον τρόπο η γενική ευημερία και έτσι μεγιστοποιείται η σταθερότητα της κοινωνίας όλης. Ενώ αντίθετα για παράδειγμα ο προστατευτισμός ασφαλίζει μεν τη θέση κάποιων εις βάρος των αναγκαίων αυτοεπιβαλλόμενων αλλαγών μιας κοινωνίας, έτσι όμως τελικά θέτει όλη την κοινωνία σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Η κατάρρευση των σοβιετικών σοσιαλιστικών δημοκρατιών μας το επιβεβαίωσαν.

Η ατομική δράση δεν λαμβάνει χώρα στο κενό. Λειτουργεί κάτω από κανόνες και απαιτεί τη δυναμική σχέση δράσεων όλων των υπολοίπων μελών μιας κοινωνίας. Οι κανόνες δεν προκύπτουν έτσι ξαφνικά. Είναι το καταστάλαγμα της ανθρώπινης δράσης κατά την πορεία του χρόνου. Όπως μας εξηγούν οι γνωστικοί ψυχολόγοι, οι ανθρωπολόγοι, οι κοινωνιοβιολόγοι, οι οικονομολόγοι της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δράσης (αυστριακή σχολή), ο ανθρώπινος νους είναι προϊόν της εξέλιξης, λειτουργεί βάσει γνωστικών δομών και γι’ αυτό επιλεκτικά, με προκατασκευασμένες θεωρίες κατηγοριοποιεί, αντιλαμβάνεται, καταλαβαίνει και δρα στο περιβάλλον του. Οι κανόνες αποτελούν τα εργαλεία επιβίωσής του. Όπως μας εξηγεί ο Hayek στο τελευταίο του βιβλίο, Die verhängnissvolle Anmaßung: Die Irrtümer des Sozialismus, Tübingen,1996, οι κανόνες, οι θεσμοί, οι συνήθειες ακόμα η γλώσσα, η ηθική και πρακτικές, όλα αυτά που πλαισιώνουν ως άυλα αγαθά τη μοντέρνα κοινωνία μας, είναι αποτέλεσμα μιας εξελικτικής διαδικασίας, όχι φυσικής επιλογής αλλά πολιτισμικής επιλογής και εξέλιξης. Οι ομάδες που επέλεξαν ή ανακάλυψαν τυχαία τους κανόνες εκείνους που αύξαναν και τον αριθμό αλλά και την ευημερία των μελών τους, μακροημέρευσαν ενώ οι άλλες είτε απορροφήθηκαν είτε απομονώθηκαν και περιορίστηκαν είτε εξαλείφθηκαν. Μια θεώρηση της πολιτικής και της ιδεολογίας στατικά και όχι δυναμικά και εξελικτικά μέσω κανόνων, όπως εξηγήθηκε, αυξάνει τον κίνδυνο της κοινωνικής αρτηριοσκλήρωσης και οδηγεί στη μιζέρια και στην οπισθοδρόμηση. “Πολιτική και ιδεολογία” ως μέσα επίτευξης ανταγωνιστικών προτεινόμενων λύσεων διατηρεί τον κοινωνικό ιστό φρέσκο και φιλικό προς την ανανέωση και την καινοτομία.

Είναι άξιο λοιπόν απορίας, αν η μικροπολιτική, η πολιτική δηλαδή που στόχο βάζει στρατηγικούς ελιγμούς ή συνεργασίες σχηματισμών, κομμάτων και προσώπων ή αναστολή λειτουργιών κομμάτων κτλ. με μόνο γνώμονα περιορισμένων συμφερόντων που δε συμβάλλουν στη βελτίωση κάποιων δομών ή πολιτικής κατάστασης και ταυτόχρονα αποφεύγουν το διάλογο και το έλεγχο των ενεργειών τους, ως σαν αυτονόητα να είναι οι ίδιοι σε κάποια δήθεν πλεονεκτική θέση κατοχής της αλήθειας, αυξάνει τον πολιτικό πλουραλισμό και τη πολιτική σταθερότητα. Η μικροπολιτική στοχεύει στην εξάλειψη του πολιτικού ανταγωνισμού (με κάθε τρόπο, όπως με τεχνικούς διαχωρισμούς του τύπου “ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά”, με στρογγύλευση και ορθότητα των ιδεολογιών, δηλαδή του τύπου ποιος είναι ο γνήσιος σοσιαλισμός, φιλελευθερισμός κτλ.. Λες και ενδιαφέρει τον πολύ κόσμο κατά πόσο γνήσιος είναι ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός και ο συντηρητισμός…) και άρα στην παρεμπόδιση ενός σταθερού πλαισίου κανόνων που ευνοεί την προοπτική και την πρόοδο.

Όποιοι δεν αρέσκονται στην ιδέα του πολιτικού ανταγωνισμού στο χρόνο και στα πρόσωπα, στις προτάσεις και στα έργα, είτε αντιστρέφονται κάθε είδους συζήτησης για την κοινή αποδοχή και τη συγκατάθεσή τους σε ένα γενικό πλαίσιο κανόνων που δημιουργείται αυθόρμητα και συλλογικά, είτε εντατικοποιούν την άσκηση πολιτικής ως μικροπολιτικής. Ηθικό δίδαγμα! Μικροπολιτική δεν ασκούν αποκλειστικά και μόνο τα συγκυβερνώντα κόμματα αλλά και η αντιπολίτευση, όπως ισχύει επίσης για τις ομάδες που ήδη σχηματοποιούνται προς μια κομματική μορφή. Η μικροπολιτική δεν έχει σχέση με τα κόμματα ως τέτοια αλλά με την αποδοχή ή όχι γενικών κανόνων και κυρίως των άγραφων. Η μικροπολιτική γίνεται πολιτική, όταν αποδέχεται, το ουδείς αναντικατάστατος στην πράξη και την θεωρία.

Filed under: Πολιτικη, Φιλελευθερισμος — Σωκράτης Μεταξάς @ 4:16 am (Διαβάστηκε 623 φορές)

Ο Σιράκ και οι αντιφιλελεύθεροι εκ δεξιών

(ένα σύντομο σχόλιο)

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Γάλλου Προέδρου Jacques Chirac σύμφωνα με τις οποίες ο «υπερ- φιλελευθερισμός (ultra-liberalism) αποτελεί τον κομμουνισμό της εποχής μας», πέρα από τα όποια εννοιολογικά τους προβλήματα, δίνουν την αφορμή για μία σειρά χρήσιμων παρατηρήσεων.

Αν και ο λαϊκισμός δεν αποτελεί αχαρτογράφητο μονοπάτι για τον Γάλλο πολιτικό, ιδιαίτερα καθώς βαδίζει προς τις προεδρικές εκλογές του 2007, δεν πρέπει να οδηγηθούμε στο λανθασμένο συμπέρασμα πως ανακάλυψε, έστω και καθυστερημένα, την στρατηγική του «μεσαίου χώρου».

Αντίθετα, οι πολιτικές θέσεις και επιλογές του κινήθηκαν στις περισσότερες των περιπτώσεων εντός του πλαισίου ενός σοσιαλιστικού/ συντηρητικού κορπορατισμού παρά ενός σύγχρονου, έστω και γαλλικού, φιλελευθερισμού. Από τις «κορώνες» κατά της παγκοσμιοποίησης έως την πρόσφατη αντίθεση του στην απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέχρι και η αριστερή Liberation παρατηρεί την πρόθυμη ικανοποίηση των αιτημάτων των γαλλικών συνδικάτων για αύξηση των κατώτερων ημερομισθίων του δημόσιου τομέα, για δεύτερη συνεχή χρονιά, έπειτα από διαδηλώσεις ενός εκατομμυρίου ατόμων, υπογραμμίζοντας πως στέλνει λανθασμένα μηνύματα διεκδίκησης σε μία περίοδο που τα δημόσια οικονομικά δεν βρίσκονται στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Διόλου τυχαία λοιπόν, ο βρετανικός Economist σπεύδει να του αποδώσει τον χαρακτηρισμό του «σοσιαλιστή», την οικονομική πολιτική του οποίου τοποθετεί «στα αριστερά» του Tony Blair («Jacques Chirac, socialist», 19/3/2005).

Σε ένα δεύτερο επίπεδο ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι απόψεις Chirac δεν περιορίζονται στο πλαίσιο του γαλλικού συντηρητισμού. Αντίθετα, εντάσσονται στη μακρά παράδοση του ευρωπαϊκού, και όχι μόνο γκωλικού, συντηρητισμού, ο οποίος είναι επιφυλακτικός απέναντι στην ελεύθερη οικονομία αλλά και στο σύνολο σχεδόν των αξιακών παραδοχών που συγκροτούν τον κλασσικό φιλελευθερισμό. Άλλωστε, ιστορικά, η φιλελεύθερη και η συντηρητική κομματική οικογένεια υπήρξαν, περισσότερο ή λιγότερο, πολιτικά και εκλογικά διακριτές.

Έτσι, είναι φανερό πως το μεταπολεμικό μοντέλο της «φιλελεύθερης/ συντηρητικής συναίνεσης», η οποία εκφράστηκε επιτυχημένα στο εκλογικό επίπεδο με τακτικές πολιτικές/ κομματικές συμμαχίες (ο Girvin μιλά για «φιλελεύθερο συντηρητισμό»), διέρχεται κρίση καθώς εξέλειπαν οι συνθήκες που επέβαλαν την συμπόρευση των δύο ρευμάτων, ήτοι η αντιπαράθεση με το μεγάλο κράτος και τις κολεκτιβιστικές πρακτικές (οικονομικό πεδίο) καθώς και τις διπολικές λογικές του διεθνούς συστήματος την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου (πολιτικό-γεωστρατηγικό πεδίο). Σε αυτές τις αλλαγές πρέπει να προστεθούν μια σειρά από νέα ζητήματα (μετανάστευση, κ.λπ), επιμέρους μεταβολές μετα-υλιστικές ευαισθησίες (post-material concerns) και ζητήματα πολιτισμικού φιλελευθερισμού, το σύνολο των οποίων δημιουργεί ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, που συχνά επιβάλει διαφορετικές πολιτικές επιλογές για συντηρητικούς και φιλελεύθερους, υπερβαίνοντας τις παραδοσιακές παραταξιακές λογικές.

Από τη δεκαετία του 1990, καθώς τα πολιτικά συστήματα καλούνται να διαχειριστούν, μεταξύ άλλων, την κρίση του κοινωνικού κράτους, την ανάδυση ζητημάτων «νέας» πολιτικής, και τα πιεστικά ζητήματα που θέτει η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, παρατηρούνται «τριγμοί» στο μοντέλο της φιλελεύθερης-συντηρητικής συναίνεσης. Οι εξελίξεις αυτές, κατά περίπτωση, θέτουν σε κρίση το παραπάνω μοντέλο, λειτουργώντας φυγόκεντρα για τη συνοχή του, καθώς επιτρέπουν την εκ νέου ανάδυση παραδοσιακών αξιακών διαφορών του φιλελεύθερου και του συντηρητικού διανοητικού ρεύματος, στο βαθμό που τα νέα ζητήματα θέτουν ερωτήματα οι απαντήσεις στα οποία προϋποθέτουν αναγωγές σε κέντρα αναφοράς, σε αξιακές αφετηρίες.

Διόλου τυχαία λοιπόν, παρατηρείται στον ευρωπαϊκό χώρο μία στροφή των συντηρητικών κομμάτων σε εθνικιστικές/ κοινοτιστικές θέσεις και αυταρχικές/ πατερναλιστικές επιλογές (μετανάστευση, κλπ), την στιγμή που οι φιλελεύθεροι κινούνται προς την επαναβεβαίωση του κλασσικού φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού και του πρωτείου των ατομικών επιλογών.

Ο Keynes συνήθιζε να λέει ορθά ότι, τίποτε δεν είναι πιο χρήσιμο από μία καλή θεωρία. Ισχύει εξίσου βέβαια και το αντίστροφο. Μία λανθασμένη θεωρία αποτελεί εγγυημένη συνταγή αποτυχίας. Οι εσφαλμένες αντιλήψεις που κυριαρχούν στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης (με τις φωτεινές εξαιρέσεις της Βρετανίας και της Δανίας) αναφορικά με το ρόλο των αγορών και τις προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής, εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την αδυναμία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να μεταρρυθμίσουν το προβληματικό κοινωνικό κράτος και να προσδώσουν στις ευρωπαϊκές οικονομίες την χαμένη τους ανταγωνιστικότητα και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες το όραμα και την προοπτική για ένα καλύτερο αύριο.

Το δυστύχημα είναι πως τα συντηρητικά κόμματα, στις περισσότερες περιπτώσεις, συναινούν, όταν δεν πρωτοστατούν, στις αντιφιλελεύθερες επιλογές. Για τους γνωρίζοντες όμως την πολιτική ιστορία και τις αξιακό σύστημα και τις αφετηριακές παραδοχές του συντηρητισμού, τα παραπάνω είναι λίγο-πολύ γνωστά. Η ύπαρξη των εκ δεξιών αντιφιλελεύθερων σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί έκπληξη. Σήμερα, μάλιστα, με την μετακίνηση των σοσιαλιστικών/ σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων προς φιλελεύθερες θέσεις (ώστε πολλοί αναλυτές να κάνουν λόγο για μία υπό διαμόρφωση φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία) ίσως να αποτελούν μελλοντικά και τον κύριο αντίπαλο του φιλελευθερισμού.

www.libertatia.blogspot.com

Filed under: Πολιτικη, Φιλελευθερισμος — Δημήτρης Σκάλκος @ 4:12 am (Διαβάστηκε 579 φορές)

Ο υποκριτικός αντικαπιταλισμός των διανοούμενων

Από τον πειρασμό του κομφορμισμού στην παρωδία της συνθηκολόγησης

Γενιές και γενιές διανοούμενων ανδρώθηκαν πνευματικά κριτικάροντας την ελεύθερη οικονομία . Ακόμη και σήμερα που ο αντι-καπιταλισμός έχει περιπέσει στην ανυποληψία της στείρας επανάληψης, του κούφιου πολιτικού λόγου, του αγοραίου λαϊκισμού, χιλιάδες συμπολίτες μας συνεχίζουν αγόγγυστα να πλουτίζουν αυτήν την μακρά παράδοση. Μέσα από τη μαγεία των λέξεων τους κόσμοι ανατινάζονται και ξαναχτίζονται, συστήματα εξουσίας ανατρέπονται σε απόσταση λίγων γραμμών και πολύχρωμες ουτοπίες βρίσκουν τον δρόμο τους από την πλατωνική ιδεόσφαιρα στα εξώφυλλα πολιτικών επιθεωρήσεων και φρεσκοτυπωμένων βιβλίων. Από την ανάλυση μας που ακολουθεί οφείλουμε να εξαιρέσουμε εκ των προτέρων τους αφανείς αγωνιστές, τους ασυμβίβαστους ιδεολόγους, τους ανιδιοτελείς μαχητές των υπέρτατων σκοπών. Για εκείνους , οι όποιες αντιρρήσεις μας ανήκουν στη σφαίρα των ιδεολογικών διαφορών. Βέβαια καθώς ανηφορίζουμε τα σκαλοπάτια της αντικαπιταλιστικής πυραμίδας η αντιπροσώπευση των προαναφερθεισών κατηγοριών μειώνεται με εφιαλτικούς ρυθμούς.

Αν εξετάσουμε την πορεία της επαναστατικής διανόησης στη βάση του μοντέλου ζωής των εκπροσώπων της δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε μια διαρκώς εξελισσόμενη ηθική κατάπτωση που κορυφώνεται στη σύγχρονη εποχή. Η αποστροφή των πιο διάσημων διανοούμενων μας για τον καπιταλισμό φαίνεται δυσανάλογη με τη θέση τους στο σύστημα εξουσίας. Ξοφλημένοι πρώην επαναστάτες, νυν αξιοσέβαστοι μικροαστοί, αποκομίζουν τη μηνιαία μισθοδότηση τους από τα ανατρεπτικά αρθράκια τους και τις ογκώδεις μπροσούρες τους. Αποτυχημένοι πρώην σωτήρες της ανθρωπότητας λουφάζουν σήμερα στα πολυτελή διαμερίσματά τους τεμαχίζοντας με τη φαρμακερή τους πένα το σύστημα που δεν τους έδωσε όσα τους όφειλε (κοινώς τα πάντα). Καθηγητές πανεπιστημίων εξαπολύουν μύδρους κατά του καπιταλισμού στους πάμπλουτους χορηγούς τους εν μέσω ελαφρώς βαρετών πλην απαραίτητων δεξιώσεων. Σ’όλες αυτές τις αξιοθρήνητες περιπτώσεις ο νεανικός λιονταρίσιος βρυχηθμός κατάντησε τελικά κλαψούρισμα πληγωμένου σκύλου..

Η θεμελιώδης απογοήτευση που κινεί τα νήματα του αντικαπιταλιστικού διανοουμενισμού εξηγήθηκε από τους φιλελεύθερους φιλοσόφους με όρους ψυχολογικούς και κοινωνικούς. Ο Φον Μίζες θεώρησε τον αντικαπιταλισμό των διανοουμένων αποτέλεσμα ενός αισθήματος κατωτερότητας που ανυψωμένο σε φιλοσοφική θεωρία, παίρνει τη μορφή της θανάσιμης έχθρας απέναντι στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων . O Νόζικ πρόσφερε μια πιο ενδιαφέρουσα λύση εξειδικεύοντας την προβληματική του. Οι διανοούμενοι κατ’ αυτόν οφείλουν το μίσος τους για το σύστημα στην εποχή της σχολικής τους εκπαίδευσης. Αντιμετώπισε τον αντικαπιταλισμό των διανοουμένων ως συνέπεια της αντίθεσης του σχολικού τους κόσμου με τον πραγματικό. Ο κεντρικός σχεδιασμός της εκπαίδευσης, η προσωποκεντρική οργάνωση της τάξης με τα ιεραρχικά υποσυστήματα που γεννά παράγει μια πλαστή εντύπωση της πραγματικότητας. Η διάκριση σ’αυτόν τον ανεστραμμένο καθρέφτη της αληθινής κοινωνίας είναι ζήτημα πειθαρχίας, υπακοής, εμπιστοσύνης στον δάσκαλο-ηγέτη, στείρας αποστήθισης και άχρηστης γνώσης. Οι μελλοντικοί διανοούμενοι, οξύνοες και διεισδυτικοί δεν αργούν να αναπτύξουν αυτές τις αρετές και να ξεχωρίσουν στην τάξη. Όμως η πραγματική ζωή τους επιφυλάσσει σκληρές εκπλήξεις. Η ελεύθερη οικονομία απαιτεί διαφορετικές αξίες. Η διάκριση εκεί είναι ζήτημα εξυπηρέτησης των καταναλωτικών αναγκών του άλλου και μετριέται με όρους οικονομικής συνεισφοράς και όχι πάντα προσωπικής αξίας. Η αντίθεση αυτή αποδεικνύεται τελικά τραυματική για το νεαρό διανοούμενο. Ένα μίσος για τη «φαυλότητα» του συστήματος αναδύεται μέσα από το αδικημένο του εγώ. Φυσικά αυτή η ανάλυση του Νόζικ δεν καλύπτει όλες τις πτυχές του φαινομένου, είναι κάπως μονόπλευρη και ατελής . Φανερώνει όμως κάποια από τα βαθύτερα ψυχοκοινωνιολογικά του αίτια , που εδράζονται στην αδυναμία των δομών να αφομοιώσουν το νόημα και την εξέλιξη της οικονομίας της αγοράς. Αυτές οι ερμηνείες, χρήσιμες ως εργαλεία δεν πρέπει να διεκδικούν τη θέση του δόγματος. Στον αντικαπιταλισμό των διανοουμένων οδηγούν και άλλοι παράγοντες, η κοινωνική ευαισθησία που πληγώνεται από τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου , η ταξική καταπίεση, η εγγενής επαναστατικότητα του ανθρώπινου όντος. Η προσωπική αποτυχία βέβαια σαν παράγοντας ανάπτυξης της επαναστατικής συνείδησης δε θα πρέπει να παραβλεφθεί ούτε στιγμή. Ο Έρικ Χόφφερ πρώτος διαπίστωσε ότι οι μεγαλύτεροι επαναστάτες διεκδίκησαν κάποτε την ευκαιρία τους να διεισδύσουν στο σύστημα ομαλά αλλά δεν τα κατάφεραν. Ο επαναστάτης Hong Xiuquan που παρέσυρε τον Κινέζικο λαό στον πιο σκληρό εμφύλιο πόλεμο της παγκόσμιας Ιστορίας είχε αποτύχει προηγουμένως τέσσερις συνεχόμενες φορές να διοριστεί κρατικός αξιωματούχος .

Όμως τι συμβαίνει με την επαναστατική συνείδηση όταν η αρχική αποτυχία ανατρέπεται τελικά προς όφελος της επαγγελματικής καταξίωσης ? Η διάρκεια της σ’αυτήν την περίπτωση είναι απόλυτα εξαρτημένη από την χρονική διάρκεια της προσωπικής αποτυχίας του διανοουμένου. Όταν –και αυτό είναι το σημαντικό- εξαιτίας της επαναστατικής συνείδησης εκείνος γίνεται ευρέως γνωστός και η αξία του πληρώνεται με τσεκ για ομιλίες, συνέδρια, συνεντεύξεις και βιβλία η αληθινή επαναστατικότητα σβήνει σαν κερί. Αργά και σιωπηλά η αγορά παίρνει την εκδίκηση της από τους εχθρούς της …

Οι αδικίες και οι αντιφάσεις του κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος είναι ικανές να γεννήσουν επαναστατικά κινήματα. Η ανοιχτή κοινωνία μπορεί να απορροφήσει αυτές τις αρνητικές δυνάμεις και ακόμη περισσότερο, να αφουγκραστεί τον παλμό τους, να αισθανθεί το αντιφέγγισμα τους στις λαϊκές μάζες, να διδαχτεί από αυτές. Κι όμως αυτός ο κινητήρας της παγκόσμιας κοινότητας έχει αγκυλωθεί σε βαθμό απελπιστικό. Οι επαναστατικές φωνές ακούγονται όλο και πιο ουτοπικές στα αυτιά του μέσου ανθρώπου. Το αξιοπερίεργο δε είναι ότι ακόμη και οι κεφαλές των πολιτικών άκρων που επιζητούν την πλήρη καταστροφή των υπαρχουσών κοινωνικών δομών είναι σε τελική ανάλυση αναπόσπαστα μέρη τους . Η πώληση των πνευματικών τους έργων έχει αναχθεί σε κύριο βιοποριστικό τους μέσο πάντα εντός πλαισίου της ελεύθερης οικονομίας . Το πρόσωπό τους πρωταγωνιστεί στις φτηνές τηλεοπτικές συζητήσεις των δελτίων, η πένα τους κατέχει εξέχουσα θέση στις πλέον εμπορικές mainstream εφημερίδες. Η επαναστατικότητα τους τώρα πια μετράται με τη μεζούρα του τηλεοπτικού χρόνου και των μετρητών της AGB.

Ανάμεσα σ’αυτές τις δύο καταστάσεις υφίσταται μια μυστική αιτιώδης σχέση. Τη στιγμή που ο αντικαπιταλισμός γίνεται επιχείρηση η επανάσταση εκποιείται με αντίτιμο την προνομιακή ένταξη των ιερουργών της στο συντηρητικό σύστημα εξουσίας. Οι πιο σάπιες απολήξεις της σύγχρονης κοινωνίας ( γραφειοκρατική αλαζονεία, φυσική αντιπαλότητα στην καινοτομία, , απολίθωση των δομών) βρίσκουν την τελειότερη έκφραση τους στην πνευματική πρωτοπορία των υποτιθέμενων εχθρών της. Αφού η βίαιη επανάσταση, δηλαδή η βάση του ριζοσπαστικού αντικαπιταλισμού ξέφτισε και το πηδάλιο του, ο υπαρκτός σοσιαλισμός, , χάθηκε στις καταιγίδες της Ιστορίας, οι σύγχρονοι εκπρόσωποι του νιώθουν το λιγότερο ηθικά υποχρεωμένοι να αναχαιτίσουν τουλάχιστον κάθε φιλελεύθερη αλλαγή που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την ελεύθερη οικονομία. Με λίγα λόγια υποχωρούν στη δεύτερη σειρά χαρακωμάτων όπου συναντούν τους παλιούς τους εχθρούς, τους αντιδραστικούς υπερσυντηρητικούς, τους νοσταλγούς του πατερναλιστικού κράτους, τους τρομοκρατημένους γραφειοκράτες , σε μια σχεδόν σουρεαλιστική συμμαχία. Από το νέο της οχυρό η «επαναστατική» ιντελιγκέντσια απορρίπτει την πιθανότητα φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και δίχως το όπλο της επανάστασης τώρα πια εκλιπαρεί το συγκεντρωτικό κράτος, τις «κυβερνήσεις» να απλώσουν την τρυφερή τους αγκαλιά σ’όλους τους καταπιεσμένους αυτού του κόσμου. Όλες οι διακηρύξεις της συμπυκνώνονται σε μια φράση.. «μειώστε την αγορά, αυξήστε το Κράτος!!». Σ ‘αυτό το δρόμο οι αντικαπιταλιστές της αριστεράς πατούν -κάπως απρόθυμα είναι η αλήθεια- στα χνάρια της λαϊκιστικής δεξιάς. Τα πρώτα θύματα στις συμμαχίες των άκρων είναι ως συνήθως οι λιμπεραλιστές που εξορίζονται στο πυρ το εξώτερον σαν πράκτορες ξένων συμφερόντων και πιόνια της αγοράς. Τι ειρωνεία! Οι λυσσασμένοι κατήγοροι του φιλελευθερισμού μπορούν να σπαταλήσουν σε χαρτί ολόκληρο το δάσος του Αμαζονίου γράφοντας κατάρες για τον σατανικό καπιταλισμό αλλά οι κάρτες visa και τα κλειδιά της καινούργιας ΒΜW στις τσέπες τους αποδεικνύουν απλά μια υποκρισία που μάλλον διέλαθε ολοκληρωτικά της προσοχής τους. Ας μην είμαστε πολύ σκληροί μαζί τους. Μέσα στην ιδεαλιστική τους μέθη συχνά δεν καταλαβαίνουν και αυτοί οι ίδιοι τι κάνουν.

Στο γραφτό αυτό δεν περιοριζόμαστε απλά σε μια κριτική θεώρηση μιας δήθεν μειοψηφίας «ξεπουλημένων» επαναστατών. Τολμάμε να ισχυριστούμε ότι οι προβεβλημένες κεφαλές της αντικαπιταλιστικής διανόησης, αυτή η προνομιούχα τάξη της πνευματικής γραφειοκρατίας στο σύγχρονο κόσμο είναι όχι απλά φίλα προσκείμενοι αλλά οργανικό μέρος του συστήματος εξουσίας, απαραίτητο συστατικό των εδραιωμένων δομών, εχθροί κατά βάθος κάθε αλλαγής και προόδου. Είναι με λίγα λόγια ακούσιοι σύμμαχοι του πολιτικού συντηρητισμού. Η θεωρητική τους σκέψη καθηλωμένη από τη νοητική αδράνεια του χρόνιου σχιζοφρενώς αντιφατικού συμβιβασμού τους με τον καπιταλισμό δεν έχει τίποτα πια να προσφέρει στο σύγχρονο κόσμο. Ενώ οι προοδευτικές δυνάμεις αναλύουν την παγκόσμια κατάσταση, αναζητούν λύσεις και ανιχνεύουν κατευθύνσεις οι «επαναστάτες» μας απλά εθελοτυφλούν . Στα έργα τους αρνούνται τις αρετές τις ελεύθερης οικονομίας, αρνούνται τα θετικά στοιχεία της παγκοσμιοποίησης, αρνούνται τις αρχές της ανοιχτής κοινωνίας. Αρνούνται την αγορά και το εμπόριο, αρνούνται την τεχνολογία και το σύγχρονο πολιτισμό. Αν όμως δύο αρνήσεις οδηγούν σε μία κατάφαση, τότε η συμπεριφορά των αντικαπιταλιστών διανοουμένων αποδεικνύει ότι πολλαπλές αρνήσεις οδηγούν τελικά στην άνευ όρων αποδοχή. Εξαιτίας των συμφερόντων τους που είναι σφιχτά δεμένα με την ελεύθερη αγορά αδυνατούν να μηχανευτούν τη διάλυση της σε πρακτικό επίπεδο . Οι ιδεολογικές αγκυλώσεις τους όμως τους εμποδίζουν να την αποδεχτούν συνειδητά . Η αντίφαση που αναπαράγουν είναι από μόνη της κωμικοτραγική.

Η προδοσία των επαναστατικών δυνάμεων της κοινωνίας, η προσάραξη τους στους υφάλους του αρνητισμού και της υποκρισίας φανερώνει μια άνευ προηγουμένου οπισθοδρόμηση της πολιτικής ζωής. Είναι ώρα να διερωτηθούμε, μήπως χρειαζόμαστε μια επαναξιολόγηση των προσφιλών μας πολιτικών στερεοτύπων . Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός όχι ως σύνθημα σε πανώ αλλά στη βάση ρεαλιστικών προοπτικών και βιώσιμων λύσεων. Η φιλελεύθερη κοινωνία και η ανοιχτή οικονομία αποδείχτηκε ότι προσφέρουν ένα μοντέλο κοινωνικής ύπαρξης που παρά τα μειονεκτήματα του ωθεί τις παραγωγικές δυνάμεις της ανθρωπότητας σε μια διαρκή πορεία προς τα εμπρός. Το ζήτημα είναι πώς θα επενδύσουμε τον πυρήνα αυτού του συστήματος με στοιχεία ικανά να τον βελτιώσουν. Οι συμβιβασμένοι διανοούμενοι του αντι-καπιταλισμού χτίζουν ένα δυσθεώρητο ανάχωμα σ’αυτήν την πορεία.. Ο εξωπραγματικός μηδενισμός τους που κατεδαφίζει κάθε απόπειρα ρεαλιστικής προσέγγισης των παγκόσμιων προβλημάτων προκαλεί θυμηδία.. Η κοινωνική εξέλιξη δεν είναι ζήτημα αναπαραγωγής κοινότυπων δογμάτων αλλά λογικά αρθρωμένου πολιτικού λόγου. Υπάρχει λοιπόν κάποια πιθανότητα να υπερβούμε τον δογματισμό και να δώσουμε στην αμφισβήτηση μορφή δημιουργική ? Τα διδάγματα της ιστορίας μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε. Δεν είναι μικρή παρηγοριά να ξέρεις ότι οι προοδευτικές δυνάμεις του ανθρώπινου γένους τολμούν πού και πού να υπερφαλαγγίζουν τους αυτοαποκαλούμενους ταγούς τους.

Filed under: Πολιτικη, Φιλελευθερισμος — Χάρης Πεϊτσίνης @ 4:25 am (Διαβάστηκε 637 φορές)

Η επικαιρότητα του Όργουελ

«Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά κάποια ζώα είναι περισσότερο ίσα από τα άλλα.»

Η Φάρμα των Ζώων

Καθώς συμπληρώνονται εβδομήντα πέντε χρόνια από τον θάνατο του βρετανού συγγραφέα George Orwell (1903-1950) είναι, αν μη τι άλλο, ευκαιρία να αφιερώσουμε λίγες γραμμές στον συγγραφέα, η σκέψη του οποίου σφράγισε τα λογοτεχνικά και πολιτικά πράγματα του ευρωπαϊκού εικοστού αιώνα.

Ο Alexis de Tocqueville έλεγε πως οι δεξιότητες που παράγουν θαυμάσια λογοτεχνία, δεν παράγουν απαραίτητα και ορθή πολιτική, και στις περισσότερες των περιπτώσεων είχε δίκιο. Ωστόσο, δεν υπήρξε τέτοια η περίπτωση του Orwell, το έργο του οποίου χαρακτηρίζεται από πολιτική διεισδυτικότητα, νοηματική σαφήνεια και αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική αξία.

Συγγραφέας που «σφράγισε το βρετανικό δοκίμιο όπως κανείς άλλος από την εποχή του Henry Hazlitt», σύμφωνα με το περιοδικό Newsweek, ο Eric Arthur Blair, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, εμπνευστής εκφράσεων που έμειναν στην ιστορία (όπως μεταξύ άλλων ο όρος «ψυχρός πόλεμος»), υπήρξε παράλληλα οξυδερκής αναλυτής της πολιτικής πραγματικότητας της εποχής του, που οι κατοπινές εξελίξεις, το δίχως άλλο, τον δικαίωσαν.

Τζωρτζ Οργουελ

Πενήντα χρόνια από την έκδοση της περίφημης Φάρμας των Ζώων (1945), η οποία καθυστέρησε λόγω της αρχικής της απόρριψης από τον T.S. Eliot, ο Orwell προσφέρει μία αξεπέραστη αλληγορική πολιτική σάτιρα που περιγράφει την τραγικότητα της διάψευσης των προσδοκιών της Οκτωβριανής Επανάστασης, και ταυτόχρονα κάθε επανάστασης που δίνει υπέρμετρες και δίχως έλεγχο εξουσίες σε μία μικρή ομάδα αντιπροσώπων.

Στο σύντομο αυτό έργο του, ο Orwell εξιστορεί τις περιπέτειες των ζώων μίας φάρμας, τα οποία υπό την ηγεσία των γουρουνιών εξεγείρονται κατά του ιδιοκτήτη της και εκμεταλλευτή τους κ. Jones, μόνο για να βρουν στη συνέχεια μία εξίσου αφόρητη κατάσταση υπό τη νέα- «δική τους»- διοίκηση.

Όταν τελικά ο Napoleon, το γουρούνι-ηγέτης της φάρμας, συμμαχεί με τους ανθρώπους προκειμένου να διαφυλάξουν από κοινού την εξουσία τους απέναντι στους καταπιεζόμενους ανθρώπους και ζώα, ο συγγραφέας δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για το κεντρικό μήνυμα του έργου του: η εξουσία διαφθείρει και προωθεί τα συμφέροντα αυτών που την ασκούν.

Στην εισαγωγή που έγραψε ο Orwell το 1947, ειδικά για την ουκρανική έκδοση της Φάρμας των Ζώων, που διανεμήθηκε στους Ουκρανούς πρόσφυγες, η Σοβιετική Ένωση χαρακτηρίζεται ως μία ιεραρχική κοινωνία όπου οι εξουσιαστές δεν έχουν κανένα λόγο να παραχωρήσουν τις εξουσίες τους, όπως άλλωστε και κάθε άλλη κυρίαρχη τάξη.

Ο Orwell είχε επηρεαστεί- αν και επικριτικός απέναντι του- από το γνωστό έργο του James Burnham (1905-1987) The Managerial Revolution (1941) που προέβλεπε την αντικατάσταση της πολιτικής αντιπαράθεσης από το διαχειριστικό κράτος που ελέγχει μία κάστα τεχνοκρατών, η οποία κυριαρχεί σε μία κοινωνία όπου ο καπιταλισμός δεν λειτουργεί και ο σοσιαλισμός δεν έρχεται. Οι αναλογίες είναι προφανείς.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, ο Burnham διαφωνούσε με όσους υποστήριζαν στους κόλπους του αμερικανικού τροτσκιστικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος, ότι η Σοβιετική Ένωση είναι κράτος των εργατών χωρίς όμως η εξουσία να ασκείται από τους ίδιους (degenerated worker’s state, σύμφωνα με την τροτσκιστική ορολογία) και άρα θα έπρεπε να στηρίζεται κριτικά. Αντίθετα επέμενε στην άποψη ότι η ΕΣΣΔ δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα γραφειοκρατικό κολλεκτιβιστικό κράτος που δεν έπρεπε να τύχει ουδεμίας υποστήριξης.

Αν ο Marx έγραψε για την «δικτατορία του προλεταριάτου» και ο Lenin την όρισε ως την απεριόριστη εξουσία βασισμένη στη δύναμη και όχι στους νόμους, o Orwell επέμεινε στη φύση της εξουσίας καθεαυτής, απογυμνωμένης από κάθε ιδεολογικό μανδύα- μία σιδερένια και απρόσωπη δύναμη (macht), ένα αυτό-αναφορικό χομπσιανό σύστημα κυριαρχίας, «το πιο παγωμένο από όλα τα κρύα τέρατα» για τον Nietzsche.

Μερικές δεκαετίες μετά, τα Θεσμικά Οικονομικά (James Buchanan, Gordon Tullock, κ.ά.) μέσα από την οικονομική ανάλυση των θεσμών κατέδειξαν εκείνες τις περιπτώσεις όπου η επιδίωξη της εξυπηρέτησης των στενά προσδιοριζόμενων συμφερόντων αποτελεί την ορθολογική επιλογή των κυβερνώντων («where you stand is where you sit»).

Αν και ο Orwell σε όλη τη διάρκεια του σύντομου βίου του δεν σταμάτησε να ακολουθεί τις αρχές του δημοκρατικού σοσιαλισμού, δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει τις ιδεολογικές συγγένειες των απόψεων του με τη φιλελεύθερη σκέψη του στοχαστή λόρδου Acton («η εξουσία διαφθείρει, και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα») καθώς επίσης και με το έργο συγγραφέων όπως ο Edmund Burke (Reflections on the Revolution in France) και ο Alexis de Tocqueville (Democracy in America), οι οποίοι, από διαφορετικές βέβαια οπτικές γωνίες, στέκουν επικριτικά απέναντι στον κολεκτιβισμό. Παρόμοιες αντιλήψεις με αυτές του Orwell μοιράζεται ένα πλήθος σημαντικών μη μαρξιστών σοσιαλιστών, όπως ο Bertrand Russell.

Ο πολωνός, και παλαιός αντικαθεστωτικός, φιλόσοφος Leszek Kolakowski, σπουδαίος ανατόμος του φαινόμένου του ολοκληρωτισμού, έχει επισημάνει ότι δεν γνωρίζουμε πώς να εναρμονίζουμε τα συγκρουόμενα συμφέροντα των μελών μίας κοινωνίας καθώς, «δεν υπάρχει ένα σχέδιο (blueprint) μιας ασφαλούς και χωρίς συγκρούσεις κοινωνίας». Και φυσικά, η βίαιη κατάργηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση τη λύση των κοινωνικών ζητημάτων.

Στο 1984 (1948) περιγράφει το εφιαλτικό σενάριο μίας ολοκληρωτικής δυστοπίας, όπου ο Μεγάλος Αδελφός ρυθμίζει στην παραμικρή λεπτομέρεια τους την κοινωνική αλλά ακόμη και την προσωπική ζωή των πολιτών της φανταστικής Ωκεανίας. Σήμερα το επίθετο «οργουελικός» χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγραφεί ο απόλυτος έλεγχος και παρακολούθηση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας.

Το 1984, ουσιαστικά αποτελεί την συνέχεια της Φάρμας των Ζώων. Αν και επικεντρώνεται στους μηχανισμούς διαφύλαξης και αναπαραγωγής της εξουσίας του Μεγάλου Αδελφού, κύρια μέσω του απόλυτου ελέγχου της επικοινωνίας, δεν είναι ένα βιβλίο για την προπαγάνδα και τη «διπλή γλώσσα», αλλά αντίθετα μία καταγγελία ενάντια στον πατερναλισμό και την κυριαρχία της Μοναδικής Σκέψης που συνθλίβουν το άτομο.

Ο γνωστός δημοσιογράφος Christopher Hitchens, στο θαυμάσιο έργο του Ο Θρίαμβος του Όργουελ (Why Orwell Matters, 2003), αναφέρει σχετικά πως όταν, «η λιγότερη λογοτεχνική από όλες τις εφημερίδες στη Νέα Υόρκη, η Daily News, έγραψε ένα άρθρο λέγοντας πως το 1984 ήταν μια επίθεση στην Εργατική Κυβέρνηση της Αγγλίας, ο Francis Henson ζήτησε από τον Orwell να γράψει μια δήλωση: Το τελευταίο μου μυθιστόρημα δεν σχεδιάστηκε ως μια επίθεση στον σοσιαλισμό ή στο Βρετανικό Εργατικό Κόμμα (το οποίο υποστηρίζω) αλλά ως μια επίδειξη των διαστρεβλώσεων στις οποίες υπόκειται μια συγκεντρωτική οικονομία και οι οποίες έγιναν ήδη αντιληπτές, μέσω του Κομμουνισμού και του Φασισμού».*

Όπως λέει χαρακτηριστικά ένας από τους ήρωες του 1984 που εκπροσωπεί την κομματική νομενκλατούρα, «το κόμμα επιζητά την εξουσία για την εξουσία. Δεν μας ενδιαφέρει το καλό των άλλων. Ενδιαφερόμαστε μόνο για την δύναμη…Γνωρίζουμε ότι κανείς δεν αποκτά την εξουσία προκειμένου να την παραδώσει…Η εξουσία δεν είναι μέσο, είναι αυτοσκοπός….Το αντικείμενο της εξουσίας είναι η εξουσία».

Είναι αυτή ακριβώς η έλλειψη ελευθερίας της έκφρασης και πλουραλισμού που επιτρέπει την ανεμπόδιστη κυριαρχία του διαχειριστικού μηχανισμού (apparatus). Μέσα από την τρομακτική σκιαγράφηση του κολεκτιβιστικού ολοκληρωτισμού, ο Orwell μας στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα ελευθερίας.

Σε αυτό το σημείο, ο δημοκρατικός σοσιαλισμός του Orwell συναντά τον κλασσικό φιλελευθερισμό. Η εμπιστοσύνη στο άτομο και η δυσπιστία προς κάθε εξουσία αποτελούν αρχές που μοιράζονται τα δύο ρεύματα τα οποία- παρά τις όποιες συχνά σημαντικές διαφορές τους- μιλούν την ίδια γλώσσα. Άλλωστε ας μην ξεχνούμε ότι ο πρώιμος βρετανικός σοσιαλισμός υπήρξε βαθιά αντι-μαρξιστικός.

Την ίδια περίπου εποχή, ο Friedrich Hayek συγγράφει το σημαντικό του έργο Ο Δρόμος Προς τη Δουλεία (The Road to Serfdom, 1944) που επηρέασε όσο λίγα την μεταπολεμική ανάκαμψη του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού. Ο Orwell αναφέρεται στη κριτική του σε αυτό με τα εξής χαρακτηριστικά λόγια: «Στο αρνητικό μέρος της διατριβής του καθηγητή Hayek υπάρχει πολλή αλήθεια. Δεν μπορεί να ειπωθεί πάρα πολύ συχνά- οπωσδήποτε, δεν λέγεται όσο συχνά θα έπρεπε- ότι ο κολεκτιβισμός δεν είναι εγγενώς δημοκρατικός, αλλά, αντιθέτως, δίνει σε μια τυραννική μειονότητα τέτοιες δυνάμεις, που οι Ισπανοί Ιερό-Εξεταστές δεν είχαν ονειρευτεί ποτέ».*

Στις μέρες μας, το έργο του Orwell αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα. Καθώς οι θεσμοί της ανοικτής κοινωνίας δέχονται τα ομαδικά πυρά των οπαδών του δογματισμού, του ανορθολογισμού και της μισαλλοδοξίας, η στοιχειώδης ιδεολογική εντιμότητα και ορθή κρίση επιβάλουν την αναγνώριση του γεγονότος ότι η ανθρώπινη ελευθερία και η κοινωνική ευημερία προϋποθέτουν την απαγκίστρωση του ατόμου από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των κρατικών εξουσιών και την υιοθέτηση αποκεντρωμένων μορφών διακυβέρνησης. Και αυτό, η πένα του Orwell το ανέδειξε κατά τρόπο μοναδικό.

Δημήτρης Σκάλκος**

——————-

* Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο του Christopher Hitchens Ο Θρίαμβος του Όργουελ, το οποίο θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά, από τις εκδόσεις «Ελάτη», τις προσεχείς εβδομάδες.

** Πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος, μέλος του Δικτύου Ελευθερίας

Filed under: Πολιτικη, Φιλελευθερισμος — Δημήτρης Σκάλκος @ 3:32 am (Διαβάστηκε 679 φορές)

Ανοικτές αγορές και δημοκρατία: μπορεί ο καπιταλισμός να προωθήσει την πολιτική ελευθερία και αντίστροφα?

H πρόβλεψη είναι πάντα επικίνδυνη στις κοινωνικές επιστήμες. Η κοινωνία, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν υπακούει αυστηρά σε σιδερένιους νόμους αλλά ακολουθεί σε δοσμένες ιστορικές στιγμές πολυποίκιλες και συχνά απρόβλέπτες διαδρομές. Ακόμα κι έτσι όμως, οι πεσιμιστικές προβλέψεις του αξιότιμου κυρίου Χάντιγκτον για το μέλλον της δημοκρατίας τη δεκαετία του ‘80 μπορούν άνετα να θεωρηθούν από τις πιο άστοχες εκτιμήσεις για έναν κοινωνιολόγο. Ο εν λόγω επιστήμονας στα 1984 δεν δίστασε να συμπεράνει ότι οι προοπτικές για τη διάδοση της δημοκρατίας σε μη δημοκρατικές κοινωνίες είναι αποθαρρυντικά ελάχιστες.

Ο Χάντιγκτον βέβαια δεν ήταν ο μόνος που αμφισβητούσε την ελαστικότητα και τη βιωσιμότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος . Περισσότερο εξέφραζε ένα (νεο)συντηρητικό ιδεολογικό ρεύμα που είχε αρχίσει να στερεοποιείται εκείνη την εποχή στην αμερικανική πολιτική σκηνή, μια δυσπιστία απέναντι στις ενδογενείς φιλελεύθερες δυνάμεις των μη-δυτικών κοινωνιών και τις αυτοφυείς δυνατότητες τους για εκδημοκρατισμό. Λίγα χρόνια αργότερα επιβεβαίωσε τον προεξάρχοντα ρόλο του στην αντιδραστική πνευματική πρωτοπορία, όταν εξήγαγε το ¨νόμο¨ της σύγκρουσης των πολιτισμών αποσπώντας (με “τσεκουριές” ,όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Εμμάνιουελ Τοντ) κάποιες ιδέες του μεγάλου στοχαστή Όσβαλντ Σπένγκλερ…

Ο συντηρητισμός του Χάντιγκτον, σχεδόν εγγενής στην πολιτική του φύση, δεν του επιτρέπει να συλλάβει πλήρως τους εσώτερους οργανικούς δεσμούς που συνδέουν οικονομικές, ιστορικές και πολιτικές δυνάμεις. Αλλά η διερώτηση για το πεπρωμένο της δημοκρατίας παραμένει. Αν θέλουμε να φτάσουμε σ΄ενα συμπέρασμα θα πρέπει να διερευνήσουμε συγκεκριμένα ζητήματα…ποιο οικονομικό σύστημα μπορεί στη δοσμένη ιστορική συγκυρία να εξασφαλίσει ένα ελεύθερο και δημοκρατικό κοινωνικό περιβάλλον; Και περαιτέρω… είναι η δημοκρατία τελικά ο φορέας της οικονομικής ανάπτυξης και της ευημερίας; Υπόσχονται οι δημοκρατικοί θεσμοί καλύτερη οικονομική αποδοτικότητα άρα και περισσότερες πιθανότητες για ευημερία; Χειρότερη; ίδια με εκείνη των εξουσιαστικών κοινωνιών; Αυτά τα ερωτήματα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον κυρίως για τις υπανάπτυκτες και αναπτυσσόμενες χώρες που αποπειρώνται το βήμα από τον ολοκληρωτισμό στη δημοκρατική αναγέννηση.

Υφίσταται μια ενδογενής ομοιότητα ανάμεσα στα δημοκρατικά και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα καθώς η πολιτική δημοκρατία είναι ο καλύτερος εγγυητής για την προστασία των τελευταίων και αντιστρόφως.

Η Ιστορία, διδάσκει ότι σε δεδομένες στιγμές οι δημοκρατικοί θεσμοί μπορούν να προωθήσουν καταστροφικές οικονομικές πολιτικές και να δώσουν το υπόβαθρο για έναν γενικό αναπτυξιακό μαρασμό. Η δημαγωγία των πολιτικών και οι κοντόθωρες εκτιμήσεις των ψηφοφόρων μπορούν συχνά να παράγουν ένα μείγμα εκρηκτικό για τις οικονομίες των εκάστοτε κοινωνιών. Από την άλλη ο καπιταλισμός απαιτεί νομικά θεσπισμένους, αναπαλλοτρίωτους κώδικες λειτουργίας και κρατικά αναγνωρισμένα δικαιώματα για να λειτουργήσει ομαλά. Η ιδιοκτησία, θεμέλιο και πυρήνας της ελεύθερης οικονομίας πόρρω απέχει από τη φιλοσοφία των συλλογικών αποφάσεων και την αρχή της πλειοψηφίας. Από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία είναι ίσως ο μόνος γνωστός θεσμός πλήρους αυτοκυβέρνησης καθώς μέσα στα όρια της το άτομο είναι ολότελα ανεξάρτητο από τη θέληση του άλλου, τη βία της εξουσίας και τις προσταγές της “κοινωνικής βούλησης¨.

Ακολουθώντας αυτήν τη συλλογιστική πορεία πολλοί φιλόσοφοι έκαναν ένα αμφίβολης αξίας φιλοσοφικό άλμα: διαχώρισαν τη δημοκρατία από τον ελευθεριακό καπιταλισμό, τα πολιτικά από τα αστικά δικαιώματα, σαν αυτές οι ελευθερίες να μην ¨ανήκαν¨ με τρόπο αδιαχώριστο στα ίδια πρόσωπα. Η αλήθεια είναι ότι φαινομενικά μια τέτοια άποψη μπορεί να θεωρηθεί βάσιμη. Δημοφιλείς ηγέτες σαν τον Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή προχώρησαν σε αυθαίρετες απαλλοτριώσεις ατομικών ιδιοκτησιών και οι επίγονοι τους, συγκεκριμένα ο στρατηγός Πινοσέτ, συμφώνησαν να υποστηρίξουν πλήρως την “ιδιοκτησία” σε καθεστώς πλήρους ανελευθερίας. Κατά την οπτική αυτή λοιπόν δεν υφίσταται σχεδόν κανένας δεσμός ανάμεσα στην πολιτική ανεξαρτησία και την οικονομική.

Αλλά αν είναι όντως έτσι, τότε πώς μπορεί να ερμηνεύσει κανείς τις αντιδημοκρατικές πολιτικές του Αλιέντε στην τελευταία περίοδο πριν το τραγικό θάνατο του; Πώς θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει την οικονομική κρίση που συντάραξε τη Χιλή τη δεκαετία του 80; Φυσιολογικά ένας λειτουργικός καπιταλισμός θα παρήγαγε, τα μπουμ, τις υφέσεις, τις κρίσεις του, όπως στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Αλλά στην περίπτωση της Χιλής είχαμε μια βαθιά, σχεδόν δομική, οικονομικοπολιτική κρίση που τελικά έφτασε μέχρι το προεδρικό μέγαρο καταλήγοντας στην πτώση του Πινοσέτ…

O Friedrich Hayek, ο Milton Friedman, ο Ludwig Von Mises, και πολλοί άλλοι στοχαστές βλέπουν το ζήτημα διαφορετικά. Υποστηρίζουν ότι οι ελευθερίες στο πολιτικό και οικονομικό στερέωμα είναι αλληλένδετες και αμοιβαία εξαρτημένες. Σύμφωνα με αυτούς, υφίσταται μια ενδογενής ομοιότητα ανάμεσα στα δημοκρατικά και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα καθώς η πολιτική δημοκρατία είναι ο καλύτερος εγγυητής για την προστασία των τελευταίων και αντιστρόφως.

Τελικά ποια άποψη είναι ορθότερη ; Για να απαντήσουμε θα πρέπει να ξεκινήσουμε την ανάλυση μας με μία μικρή αναδρομή. Στον 18ο αιώνα τα ζητήματα της ατομικής ιδιοκτησίας ήταν αρκετά ασαφή και θολά. Δεν απείχαμε και πολύ από την εποχή που οι αριστοκράτες της επαρχίας διατηρούσαν το δικαίωμα της prima noctae, δηλαδή της ασέλγειας σε βάρος νεόνυμφων γυναικών. Οι πολίτες όπως γίνεται κατανοητό δεν διέθεταν τότε αναγνωρισμένα ιδιοκτησιακά δικαιώματα ούτε στο ίδιο τους το κορμί.. Το θνήσκον φεουδαρχικό σύστημα με τον ιδιόρρυθμο καστικό του χαρακτήρα και την άκαμπτη ταξική του δομή ήταν ανίκανο να παρέχει τη βάση για την ανάπτυξη τόσο του καπιταλισμού, όσο και της δημοκρατίας. Αυτές οι ιστορικές αντιφάσεις που καθρέφτιζαν την αντίθεση ανάμεσα στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων και την καθυστέρηση του κοινωνικοπολιτικού συστήματος επιλύθηκαν τελικά με τρόπο επαναστατικό. Μια αλυσίδα από εξεγέρσεις και επαναστάσεις κατέληξαν στη νίκη μιας φίλα προσκείμενης στην ελεύθερη αγορά, μεσαίας τάξης. Οι εκπρόσωποι της ενεπλάκησαν σε μια θανάσιμη πάλη με τους ταξικούς τους αντιπάλους. Σκοπός δεν ήταν μόνο η οικονομική μεταρρύθμιση αλλά και η πολιτική αλλαγή. Πολιτική και οικονομία φαίνονταν δεμένες με άθραυστους δεσμούς.

Από εδώ προκύπτει ένα ζήτημα-κλειδί για την ανάλυσή μας, συγκεκριμένα η ανάγκη διερεύνησης του συγκεκριμένου πολιτικού καθεστώτος που θα είναι πιο συμβατό με την οικονομική ελευθερία. Κάτω από ποιου είδους εξουσία μπορούν οι καταναλωτές και οι παραγωγοί να απολαύσουν της μεγαλύτερης δυνατής προστασίας; Είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί η απάντηση στο ερώτημα αυτό;

Ιστορικά, η πάλη της μεσαίας τάξης για την υπεράσπιση της ιδιοκτησίας από το κράτος και τους δεσποτικούς θεσμούς συμπίπτει με την αρχή της πραγμάτωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτό είναι λογικό. Τα ανοιχτά πολιτικά συστήματα αποδεικνύονται ιδιαίτερα αποτελεσματικά στον τομέα της προστασίας των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Οι βασικές τους προϋποθέσεις, κράτος δικαίου, ισονομία, ισοπολιτεία μεταφράζονται στην εξάλειψη εκείνων των κινδύνων που θα βλάψουν την ακεραιότητα των πολιτών και των ιδιοκτησιών τους. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε επίσης ότι η δημοκρατία φέρνει και ανεξάρτητα οφέλη καθώς απελευθερώνει και επιταχύνει τη ροή της πληροφορίας με ό,τι συνεπάγεται αυτό το γεγονός για την ελεύθερη αγορά.

Αλλά η δημοκρατία, αντιστρόφως, θα ωφεληθεί τελικά από την προστασία της ελεύθερης οικονομίας; Είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι η δημοκρατία προϋποθέτει κατά κάποιο τρόπο την ανάπτυξη και την ευημερία. Η οικονομική οπισθοδρόμηση και η χαμηλή παραγωγικότητα οδηγεί στον μαρασμό και την πείνα που με τη σειρά τους οξύνουν τις ανισότητες οδηγώντας στην αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής. Οι ταξικές συγκρούσεις και η δικτατορία φαντάζουν σχεδόν αναπόφευκτες μετά από αυτήν την εξέλιξη. Φυσικά το τελευταίο επιχείρημα δρα και αντιστρόφως καθώς η ανάπτυξη μακροπρόθεσμα αποδομεί τους εξουσιαστικούς θεσμούς και εμπλουτίζει την πολιτική αρένα με νέες κοινωνικές δυνάμεις. Συνεπώς η δημοκρατία είναι στενά δεμένη με το οικονομικό σύστημα που φέρνει ανάπτυξη και υψηλή παραγωγικότητα.

ο κεντρικός σχεδιασμός δεν είναι ο δρόμος για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις ακόμα και σε μια πλούσια χώρα

Όπως αποδεικνύουν οι στατιστικές, τα νομικά κατοχυρωμένα ιδιοκτησιακά δικαιώματα έχουν άμεση σχέση με την συνολική αύξηση της παραγωγής. Οι ανοιχτές οικονομίες τείνουν να αναπτύσσονται ταχύτερα και να επιτυγχάνουν υψηλότερα κατά κεφαλή εισοδήματα από τις κλειστές απομονωμένες οικονομίες. Μια έρευνα με τίτλο Economic Freedom of the World του James Gwartney και του Robert Lawson κατέληξε ότι τα έθνη που διέθεταν τις πιο ανοιχτές αγορές από το 1980 ως το 1998 παρουσίασαν οικονομική ανάπτυξη πέντε φορές ταχύτερη από τα έθνη των οποίων οι οικονομίες ήταν ελάχιστα ή καθόλου ανοικτές. Οι κάτοικοι κοινωνιών που ακολουθούν το μοντέλο των ανοικτών αγορών είχαν πολύ υψηλότερα κατά κεφαλή ετήσια εισοδήματα από όσους διαβιούν σε κλειστές οικονομίες ($22,306 vs. $2,916) Μια έρευνα από οικονομολόγους της World Bank,συγκεκριμένα των David Dollar και Aart Kraay κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες που ανοίχτηκαν στην παγκόσμια οικονομία αναπτύχθηκαν πολύ ταχύτερα από όσες προτίμησαν ¨κλειστά¨ μοντέλα. Οι εμπειρικές αποδείξεις δείχνουν ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί και οι ανοικτές οικονομίες σχετίζονται με ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Στην πραγματικότητα η διάδοση του φιλελευθέρου καπιταλισμού ακολουθήθηκε από μια αυξανόμενη δημοκρατικοποίηση πολλών χωρών. Σύμφωνα με τον οργανισμό ανθρώπινων δικαιωμάτων ‘‘Freedom House’’, το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που απολαμβάνει πλήρεις αστικές και πολιτικές ελευθερίες αυξήθηκε σταθερά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Συγκεκριμένα από 35 % που ήταν το 1973 (όσο υπήρχε ακόμα ο “εναλλακτικός δρόμος” του υπαρκτού σοσιαλισμού ) σήμερα έχει φτάσει το 44%, αξιοσημείωτη διαφορά αν σκεφτούμε ότι οι μεταβατικές πολιτικές περίοδοι σε ιστορική κλίμακα δεν θα πρέπει να μετριούνται με μήνες και χρόνια αλλά με δεκαετίες και αιώνες.

Η εσωτερική αλληλοσύνδεση ανάμεσα στις χώρες με υψηλή παραγωγικότητα και το δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι φυσικά σταθερός και αμετάβατος νόμος. Είναι αλήθεια ότι χώρες με τεράστιο ορυκτό πλούτο, πχ η Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ μπορούν να έχουν υψηλό κατακεφαλήν εισόδημα και ταυτόχρονα να διατηρούν άθικτη την εξουσιαστική τους υπερδομή. Είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι ο κεντρικός σχεδιασμός των συγκεκριμένων οικονομιών παράγει δεσμούς εξάρτησης ανάμεσα στην κοινωνική βάση και την ηγεσία. Αυτή η εξάρτηση μακροπρόθεσμα ποτίζει τις ρίζες του ολοκληρωτισμού και επιμηκύνει τη διάρκεια του. Όχι, ο κεντρικός σχεδιασμός δεν είναι ο δρόμος για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις ακόμα και σε μια πλούσια χώρα. Το μυστικό κρύβεται στη βασική προϋπόθεση της δημοκρατίας: την ελευθερία του ατόμου να διαχειρίζεται κατά βούληση της παραγωγικές του δυνάμεις, να τις εκμεταλλεύεται και να αποκερδαίνει το υλικό όφελος αυτής της εκμετάλλευσης δίχως την παρέμβαση του κράτους.

Αυτής της μορφής η οικονομική ελευθερία ανεξαρτητοποιεί ένα αρχικά ετερογενές κοινωνικό σώμα που σταδιακά μορφοποιείται σε μια διαφοροποιημένη κοινωνική τάξη με κοινά συμφέροντα και στόχους. Μια μεσαία τάξη που αντλεί τον πλούτο της χωρίς τη συμμετοχή του κράτους είναι ικανή να το αμφισβητήσει και να το πολεμήσει. Αυτή η κοινωνική διαδικασία αντικειμενικά ανοίγει το δρόμο στον πολιτικό πλουραλισμό , τις αστικές ελευθερίες και τη δημοκρατία. Τα συμπεράσματα που μπορούμε να εξάγουμε από την ιστορική εμπειρία είναι παραπάνω από πειστικά:

Οι χώρες τις ανατολικής Ασίας ακολούθησαν διαφορετικά μοντέλα οικονομικών συστημάτων από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα μέχρι και σήμερα. Η Ινδία πήρε ένα μισοσοσιαλιστικό μονοπάτι στηριγμένο στον κεντρικό σχεδιασμό ενώ χώρες σαν τη νότιο Κορέα και την Ταϊβάν ανοίχτηκαν περισσότερο στις ελεύθερες αγορές. Μέχρι το 1990 το κατά κεφαλήν εισόδημα στις χώρες αυτές ήταν περίπου 10-15 φορές περισσότερο από της Ινδίας. Δεν μπορούμε να μη συσχετίσουμε με τούτες τις οικονομικές επιλογές τον ολοένα αυξανόμενο εκδημοκρατισμό της Ταϊβάν και της Νότιας Κορέας όπως επίσης και την όψιμη στροφή της Ινδίας στην ελεύθερη αγορά.

Ας κοιτάξουμε τώρα την περίπτωση των χωρών της υποσαχάριας Αφρικής. Ο καθηγητής Smith έκανε μια ενδιαφέρουσα σύγκριση ανάμεσα στο Ζαΐρ και τη Μποτσουάνα. Το Ζαΐρ είναι μια χώρα με πολλές πλουτοπαραγωγικές πηγές. Έχει αρκετή καλλιεργήσιμη γη για να ικανοποιήσει πλήρως τις ανάγκες της Ηπείρου και μπορεί να παράγει με τις υδάτινες πηγές της , ηλεκτρισμό για ολόκληρη την Αφρική. Αλλά σχεδόν σαράντα εκατομμύρια Ζαΐριοι βρίσκονται στα όρια του υποσιτισμού, όντας ανάμεσα στους 12 φτωχότερους λαούς της γης. Από την άλλη πλευρά, η Μποτσουάνα ανήκει στις πιο παραγωγικές χώρες του τρίτου κόσμου δίχως τα στρατηγικά πλεονεκτήματα του Ζαΐρ. Αυτή η διαφορά μπορεί να εξηγηθεί αν επεκτείνουμε τη μελέτη μας στην πολιτική υπερδομή. Το Ζαΐρ είναι μια χώρα κρατικιστική . Το κράτος ελέγχει άμεσα την οικονομία μέσω των μεγαλύτερων εταιριών παραγωγής. Ο μηχανισμός του κατευθύνεται από ένα και μόνο αυταρχικό κόμμα. Δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε ότι το πολιτικό κλίμα εκεί είναι μάλλον ασταθές. Στην πρόσφατη ιστορία του συγκλονίστηκε από 8 κυβερνητικές κρίσεις, ένα πραξικόπημα, 11 αναταραχές, 12 εξεγέρσεις και τουλάχιστον 3 δολοφονίες σημαντικών πολιτικών προσώπων. Το αποτέλεσμα ήταν η διαρκής συρρίκνωση της οικονομικής του ανάπτυξης. Από την άλλη η Μποτσουάνα ακολούθησε ένα ανοιχτό οικονομικό μοντέλο με αναγκαστικά περιορισμένη κεντρική εξουσία και κατά συνέπεια με ελευθεροτυπία, αναγνωρισμένα δικαιώματα, και λειτουργική δημοκρατία. Τα αποτελέσματα ήταν εμφανή: Ανάπτυξη της τάξεως του 9% ανά έτος επί τριάντα συναπτά χρόνια (1966-1999) και τους υψηλότερους ρυθμούς ανόδου του κατά κεφαλή εισοδήματος σ’ ολόκληρη την Αφρική. Όπως σημειώνει ο Martin L. Weitzman: “η καπιταλιστική οικονομία λόγω του υψηλού βαθμού αποκέντρωσης, αυτόματα χτίζει μια αντίπαλη δύναμη ικανή να ελέγξει τις εκτροπές του κράτους”.

Η αιτία αυτών των εξελίξεων λοιπόν είναι προφανής. Οι ανοικτές αγορές προσφέρουν ένα ισχυρό αντίβαρο στον κεντρικό σχεδιασμό και την ισχύ της κρατικής εξουσίας κινητοποιώντας έτσι ανεξέλεγκτες κοινωνικές δυνάμεις που τείνουν να διεκδικήσουν το δικαίωμα της αυτοκυβέρνησης από τις κυρίαρχες ελίτ. Η ιδιωτική πρωτοβουλία τελικά ίσως να είναι ο βαθύτερος λόγος που μια ελεύθερη αγορά όπως σημειώνει το Cato Institute, σπέρνει τους καρπούς της δημοκρατίας…

Προσθήκη: Καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές έφτασαν στην Ελλάδα τα νέα για τις εξεγέρσεις των κινέζων χωρικών ενάντια στην κυβέρνηση τους. H αυθαίρετη απαλλοτρίωση των ιδιοκτησιών τους για την κατασκευή μιας σύγχρονης ενεργειακής μονάδας ξεσήκωσαν τους αγρότες της υπαίθρου που επιτέθηκαν στις στρατιωτικές μονάδες του Κόμματος με αυτοσχέδια όπλα και δυναμίτες. Οι εξεγερμένοι τσακίστηκαν από το σιδερένιο χέρι της “δικτατορίας του προλεταριάτου” ενώ μετά τη σφαγή (αναφέρθηκαν εν ψυχρώ εκτελέσεις πενήντα αγροτών) οι υπεύθυνοι έσπευσαν να ζητήσουν συγγνώμη για το συμβάν (εφημερίδα “Μακεδονία της Κυριακής”, 18-12-05). Είναι άραγε τυχαίο που οι ανησυχίες πολλών ερυθρών μανδαρίνων συνδέονται με την φιλοκαπιταλιστική στροφή της Κίνας τα τελευταία χρόνια; Για μια ακόμα φορά η ιστορία παίζει τα παιχνίδια που την κάνουν μοναδική. Το κομμουνιστικό καθεστώς αλλάζει σταδιακά τις οικονομικές του βάσεις για να επιβιώσει στο σύγχρονο παγκόσμιο σύστημα εξουσίας. Αλλά αυτή η μεταβολή αφυπνίζει την κοινωνική ενεργητικότητα των μαζών που χρόνια και χρόνια βίαιης καταστολής είχαν παλέψει να αποκοιμίσουν. Οι συμπάθειες μας φυσικά βρίσκονται στο πλευρό των επαναστατημένων που υψώνουν την κραυγή τους ενάντια στον Έλεγχο της εξουσίας.. Οι πρόσφατες εξεγέρσεις, ανοργάνωτες και σποραδικές πνίγηκαν στο αίμα. Κανείς όμως δεν μπορεί να προδικάσει την έκβαση της πάλης που πρόκειται να ακολουθήσει..

————————————————————–

Eνδεικτική βιβλιογραφία:

D.Griswold: Trading tyranny for freedom: How open markets till the soil for democracy, available at http://www.freetrade.org/pubs/pas/tpa-026es.html

John Marangos: Was shock therapy consistent with democracy?

Review of Social Economy, June 2004 v62 i2 p221 (23)

Jose Pinera: Latin America: a way out.

The Cato Journal, Wntr 2003 v22 i3 p409 (8)

Paul Baran: On capitalism and freedom.

Monthly Review, Nov 1990 v42 n6 p35 (9)

Yi Feng Democracy and growth: the sub-Saharan African case, 1960-1992,

The Review of Black Political Economy, Summer 1996 v25 n1 p.95(31)

1. To σκίτσο βρέθηκε στην τοποθεσία http://www.nancho.net/memes/abexotic.html όπου και συνόδευε το άρθρο “the abhorrence of exotic ideas” του David Kubiak. Η λεζάντα προστέθηκε από το συγγραφέα του παρόντος.

Filed under: Πολιτικη, Κοσμος, Φιλελευθερισμος, Οικονομικα — Χάρης Πεϊτσίνης @ 2:22 pm (Διαβάστηκε 1381 φορές)

Ο μπαμπούλας του νεοφιλελευθερισμού

του Δημήτρη Σκάλκου

«Σε μπελάδες δεν μας βάζουν τα πράγματα που δεν γνωρίζουμε.

Σε μπελάδες μας βάζουν εκείνα που δεν γνωρίζουμε σωστά.»

Artemius Ward

Τίποτε δεν στοιχειώνει περισσότερο τις πολιτικές συζητήσεις στη χώρα μας όσο ο μπαμπούλας του νεοφιλελευθερισμού. Από τους ημιμαθείς συνδικαλιστές μέχρι τους βαριεστημένους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων, όλοι νιώθουν ότι «φυλάσσουν Θερμοπύλες» απέναντι στην επέλαση των βάρβαρων και ανεξέλεγκτων δυνάμεων των παγκοσμιοποιημένων καπιταλιστικών αγορών που απειλούν στο διάβα τους να αφανίσουν το κοινωνικό κράτος, την εθνική κουλτούρα, την ορθόδοξη πίστη και τις εθνικές μας ιδιαιτερότητες- όπως η παραπαιδεία και ο φραπέ(ς).

Ο νεοφιλελευθερισμός προστίθεται, έτσι, στο Μεγάλο Λεξικό των Ατυχών Όρων, στο μακρύ εκείνο κατάλογο των εννοιών που η συνεχής χρήση τους τις καθιστά κενές νοήματος όπως, μεταξύ άλλων, ο «ιμπεριαλισμός», η «δημοκρατία», η «πρόοδος» και η «δικαιοσύνη».

Στο μυαλό όσων ξιφουλκούν εναντίον του, ο νεοφιλελευθερισμός ταυτίζεται με έναν άνευ όρων και ορίων οικονομικό και κοινωνικό δαρβινισμό, έναν «χομπσιανό» οικονομικό πόλεμο όλων εναντίον όλων, μέσα από την απόλυτη και δογματική εφαρμογή του laissez faire.

Και βέβαια, ουδείς θα διανοείτο να υποστηρίξει αυτό το απάνθρωπο οικονομικό σύστημα- ιδιαίτερα αν υπήρχε κιόλας. Τούτο διότι, το σύστημα αυτό δεν υπάρχει ούτε στη θεωρία, ούτε στη πράξη. Και βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει στη χώρα μας.

O υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός

Σήμερα, παρά το άνοιγμα πολλών αγορών, τα κράτη συνεχίζουν να ελέγχουν σε σημαντικό βαθμό το διεθνές οικονομικό σύστημα, είτε έμμεσα καθορίζοντας το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία του (πολυμερείς συμφωνίες διεθνούς εμπορίου, κ.λπ), είτε άμεσα μέσα από ενεργείς πολιτικές και διοικητικές παρεμβάσεις (επιτόκια, επιδοτήσεις, δασμούς, φορολογία).

Έτσι, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι κρατικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, όχι μόνο δεν μειώνονται αλλά αντίθετα αυξάνονται, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για την περίοδο 1960-1996 (Βεργόπουλος). Ειδικότερα, στην Ευρώπη των 25 κρατών-μελών, το μέγεθος του δημόσιου τομέα πλησιάζει το 50% (δαπάνες ως προς το ΑΕΠ- στοιχεία Eurostat).

Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα γαργαντουικό κράτος, με αυξομειούμενο μέγεθος όπως στα μυθιστορήματα του Ραμπελαί, πάντοτε όμως ικανό να επηρεάσει καταλυτικά την οικονομική ζωή δημιουργώντας κερδισμένους και χαμένους.

Σύμφωνα με τον βρετανό δημοσιογράφο George Monbiot, «το πράγμα που ονομάζουμε “ελεύθερη αγορά” δεν υπάρχει. Σε κάθε χώρα, οι επιχειρήσεις βγάζουν δίσκο και οι φορολογούμενοι στεκόμαστε στην ουρά για να γεμίσουμε τα ταμεία τους». Και παραθέτει απόσπασμα από το βιβλίο του Norman Myers Διεστραμμένες Επιδοτήσεις (Perverse Subsidies, 2001), ο οποίος υποστηρίζει ότι αν προσθέσεις τις άμεσες κρατικές επιδοτήσεις που λαβαίνουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις με το κόστος που προκαλεί στο κοινωνικό σύνολο η λειτουργία τους- και που αναγκάζονται να πληρώσουν τα δημόσια ταμεία- φτάνεις στο ποσό των 2,6 τρις δολαρίων, που ισούται με το πενταπλάσιο του συνόλου των κερδών τους! («They bleat about the free market, then hold out their begging bowls», The Guardian, 13.12.2005- αναδημοσίευση από ppol.gr).

Ο νεοφιλελευθερισμός στη φιλελεύθερη θεωρία

Το laissez faire, με την έννοια που αναφέρεται σήμερα, δεν συναντάται στο κέντρο της κλασσικής και τη σύγχρονης φιλελεύθερης θεωρίας. Τουναντίον, η αγορά προσεγγίζεται εργαλειακά, όχι ως αυτοσκοπός αλλά ως μέσο μεγιστοποίησης της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου. Αρκεί να θυμηθούμε τον ωφελιμισμό του John Stuart Mill και την ανάλυση της κοινωνικής φύσης του ατόμου από τον Adam Smith (The Theory of Moral Sentiments, 1759).

Ο αριστερός νομπελίστας οικονομολόγος Amartya Sen ορθά επισημαίνει την κοινωνική διάσταση στο έργο του θεμελιωτή του οικονομικού φιλελευθερισμού Adam Smith. Ο γνωστός αμερικανός αναρχο-φιλελεύθερος οικονομολόγος Murray Rothbard, στο βιβλίο του Economic Thought Before Adam Smith (1995), προχωρά περισσότερο υποστηρίζοντας πως, «στο Πλούτο των Εθνών, το laissez faire αποτελεί περισσότερο μία τεκμηριωμένη υπόθεση παρά έναν άκαμπτο και άμεσο κανόνα, και η φυσική τάξη είναι ατελής και πρέπει να ακολουθείται μόνο στις “περισσότερες των περιπτώσεων”. Πραγματικά, ο κατάλογος των εξαιρέσεων του Smith στο laissez faire είναι εντυπωσιακά μακρύς».

Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Friedrich Hayek, τον μέντορα του σύγχρονου φιλελευθερισμού (ή νεοφιλελευθερισμού) στον εικοστό αιώνα, «δεν υπάρχει λόγος που η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να παίξει κάποιο ρόλο, ή να πάρει την πρωτοβουλία, σε τομείς όπως η κοινωνική ασφάλιση και η εκπαίδευση, ή να επιδοτεί συγκεκριμένα αναπτυξιακά σχέδια». Και συνεχίζει ο αυστριακός διανοητής: «πιθανότατα, τίποτε δεν προκάλεσε μεγαλύτερες ζημιές στη φιλελεύθερη υπόθεση από την άκαμπτη επιμονή μερικών άκρατων φιλελεύθερων σε ορισμένες δογματικές προκαταλήψεις και προπάντων στην αρχή του laissez faire» (Constitution of Liberty, 1960).

Ο νεοφιλελευθερισμός στην Ελλάδα

Και βέβαια, δύσκολα θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος την άποψη πως στην Ελλάδα κυριαρχεί ο νεοφιλελευθερισμός, τη στιγμή που η χώρα μας εμφανίζει σημαντική υστέρηση στους δείκτες οικονομικής ελευθερίας. Αν οι εγχώριες αγορές έχουν παραδοθεί σε κάποιους, αυτοί είναι η κρατικοδίαιτη επιχειρηματική τάξη και οι πανίσχυρες συντεχνίες.

Έτσι, σύμφωνα με το γνωστό Κατάλογο Οικονομικής Ελευθερίας (Index of Economic Freedom) που εκπονεί το αμερικανικό συντηρητικό ερευνητικό ίδρυμα Heritage Foundation σε συνεργασία με την εφημερίδα Wall Street Journal, το 2006 η Ελλάδα κατατάσσεται μόλις στην 57η θέση ανάμεσα σε 161 κράτη, πίσω από χώρες όπως η Botswana και τα νησιά Barbados, με τις χειρότερες επιδόσεις να σημειώνονται στην εισοδηματική και δημοσιονομική πολιτική (υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και υψηλές δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ-114η θέση).

Οι καθηγητές Θοδωρής Πελαγίδης και Μιχάλης Μητσόπουλος, στο βιβλίο τους Αρχές της Ελληνικής Οικονομίας- Η Προσοδοθηρία και οι Μεταρρυθμίσεις (Παπαζήσης, 2006), επισημαίνουν ότι, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του ΟΟΣΑ, «για την Ελλάδα καταγράφεται μια ιδιαίτερα σημαντική παρεμβολή του κράτους στις δραστηριότητες των επιχειρήσεων με τη χρήση μεθόδων “διατάσσω και ελέγχω”, τον διοικητικό καθορισμό τιμών και την εκτεταμένη παρουσία εταιρειών που ελέγχονται από το κράτος στην οικονομία», που βέβαια νοθεύει τον ανταγωνισμό και στρεβλώνει τη λειτουργία των αγορών.

Εάν πρέπει να ονοματίσουμε το ελληνικό οικονομικό μοντέλο, θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε τον χαρακτηρισμό των συγγραφέων ληστρικός μικροκαπιταλισμός, καθώς ένα πλήθος ομάδων πίεσης σχηματίζουν αναδιανεμητικές συσπειρώσεις (redistributive coalitions) και διαγκωνίζονται για την απόκτηση προσόδου (rent seeking) με τη διαμεσολάβηση των κρατικών οικονομικών πολιτικών (φορολογική, δημοσιονομική, επενδυτική, κ.λπ.), κάτι που αποτελεί μία πραγματική μεταφορά πλούτου (wealth transfer).

Συμπερασματικά, η χρήση και η κατάχρηση του όρου «νεοφιλελευθερισμός» συγκαλύπτει την απελπιστική ένδεια νέων ιδεών και προτάσεων στο αφασικό πολιτικό μας σύστημα και συμβάλει στην αναπαραγωγή του κυρίαρχου οικονομικοκοινωνικού μοντέλου του παρεοκρατικού καπιταλισμού (crony capitalism) μέσα από την ιδεολογική ηγεμονία της κρατικιστικής συναίνεσης.

Η επίκληση του μπαμπούλα όμως λειτουργεί επιτυχώς σε μικρά παιδιά που αρνούνται πεισματικά να φάνε το φαγητό τους και όχι σε σκεπτόμενους πολίτες. Και πραγματικά, η ξύλινη γλώσσα της δαιμονοποίησης ανύπαρκτων αντιπάλων βρίσκει ολοένα και λιγότερα πρόθυμα αυτιά. Ιδίως, μάλιστα, όταν το φαγητό δεν επαρκεί για όλους.

—————————————————–

Σημείωση. Φυσικά, ουδείς απορεί για την σχεδόν απόλυτη κυριαρχία της αντιφιλελεύθερης ρητορικής στη χώρα μας, γνωρίζοντας την ιδεολογική γύμνια της αυτοαποκαλούμενης φιλελεύθερης παράταξης. Τελευταίο προϊόν της το βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εξάντας με τίτλο Η Γοητεία των Ιδεών- Η Ελληνική Κεντροδεξιά στον 21ο αιώνα, όπου γνωστοί πολιτικοί και στελέχη της Νέας Δημοκρατίας επιλέγουν κείμενα, μεταξύ άλλων, των…Toni Negri, Immanuel Wallerstein, και Noam Chomsky. Και είναι αυτονόητο ότι ένας ασπόνδυλος πολιτικός σχηματισμός που προσδιορίζεται με το κενό περιεχομένου ιδεολόγημα του «μεσαίου χώρου» θα σύρεται, εκούσια ή ακούσια, πίσω από τις θέσεις περισσότερο συγκροτημένων ιδεολογικά πολιτικών ομάδων.

Filed under: Φιλελευθερισμος — Δημήτρης Σκάλκος @ 10:47 am (Διαβάστηκε 934 φορές)

Γιατί όχι νεοφιλελεύθεροι?

Του Ανδρέα Ανδριανόπουλου

Πανικόβλητες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας έπεσαν συλλογικά θύμα των ιδεοληψιών και της κυριαρχίας της Αριστεράς στον κόσμο των ιδεών και απέρριψαν εδώ και χρόνια τον νεοφιλελευθερισμό σαν μια συνετή κι ελπιδοφόρα πολιτική επιλογή. Για την μεγάλη πλειοψηφία δεξιών, κεντρώων και μετριοπαθών αριστερών η επιλογή του «άκαρδου» νεοφιλελευθερισμού φαντάζει κίνηση επικίνδυνη, κοινωνικά ανάλγητη, προορισμένη να στείλει στα τάρταρα τις αδύναμες και φτωχότερες κοινωνικές ομάδες. Είναι όμως τα πράγματα αληθινά έτσι; Η μήπως κρύβονται πίσω από την πολιτική αυτή κατεύθυνση άλλα κίνητρα και ταπεινά συντεχνιακά συμφέροντα;

Σε πρόσφατο σχόλιό του στην «Καθημερινή» ο εξαιρετικός της αρθογράφος Πάσχος Μανδραβέλης έκανε μιά αποκαλυπτική σύγκριση ανάμεσα στην ποιότητα και το επίπεδο ζωής των Βρετανών και Ιρλανδών πολιτών που βιώνουν για χρόνια τον «ανάλγητο» και «δεξιόστροφο» φιλελεύθερο Θατσερικό μοντέλο και στους Έλληνες του «προστατευτικού» και «ευαίσθητου» μεγάλου κρατικού παρεμβατισμού. Τα συμπεράσματα είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικά.

Μήπως η καταδίκη του φιλελευθερισμού υποκρύπτει τον φόβο κάποιων να μην χαθεί ο λουφές του δημόσιου τομέα, να μην πειραχθούν τα προνόμια των συντεχνιών που ζούν σε βάρος του μέσου φορολογούμενου πολίτη;

Σύμφωνα λοιπόν με τις παρατηρήσεις του Π. Μανδραβέλη, που έχουν σαν βάση τα στοιχεία της Eurostat, «οι ανάλγητοι Θατσεριστές της Βρετανίας και της Ιρλανδίας (έφτασαν) τον μέσο μηνιαίο μισθό στα 3.018 και 2.559 ευρώ αντίστοιχα όταν στην φτωχή πλην κρατικοπαρεμβατική Ελλάδα ο μέσος μισθός μόλις ξεπερνά τα 1.260 ευρώ». Παρά τον έκδηλο κοινωνισμό των ελληνικών κομμάτων εξουσίας και τις έντονες παροτρύνσεις για ακόμη περισσότερο κράτος από τα κόμματα της αριστεράς και ορισμένους νοσταλγούς ενδόξων παρελθόντων του Πασόκ, η φτώχεια μας κατατρέχει, η ανεργία μας βασανίζει και η άθλια κοινωνική προστασία είναι ο καθημερινός εφιάλτης του λαού μας. Αντίθετα, οι Θατσερικοί Βρετανοί και Ιρλανδοί απολαμβάνουν μεγάλης ευημερίας, έχουν μεγάλους μισθούς, καλό κοινωνικό κράτος και μεγάλη αισιοδοξία για το μέλλον.

Παρακάτω ο ίδιος αρθογράφος επισημαίνει πως «οι φτωχοί της κρατικοπαρεμβατικής Ελλάδας είναι φτωχότεροι από τους φτωχούς των χωρών που κυβερνούν οι ανάλγητοι φιλελεύθεροι…. Ο εγχώριος κατώτατος μισθός φτάνει τα 605 ευρώ, ενώ στην Ιρλανδία είναι 1.073 και στην Βρετανία του (δεξιού κατά κάποιους) Τόνυ Μπλέρ τα 1.106 ευρώ… Η ανεργία αγγίζει το 10% του ελληνικού πληθυσμού όταν στη Βρετανία και την Ιρλανδία κυμαίνεται στο 4%… Το 21% των Ελλήνων (που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας) ζούν με λιγότερα των 632 ευρώ, ενώ το 18% των Βρετανών (που βρίσκονται την ίδια κατάσταση) ζούν με λιγότερα των 1.509 ευρώ». Το συμπέρασμα είναι πως «στις χώρες του υπαρκτού φιλελευθερισμού οι άνεργοι είναι λιγότεροι, οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας πληρώνονται καλύτερα και οι φτωχοί είναι πλουσιότεροι από τις αντίστοιχες κοινωνικές ομάδες στην Ελλάδα».

Και να μην ισχυρισθεί βέβαια κάποιος πως στις χώρες αυτές η οικονομία βρίσκεται πιο μπροστά και είναι φυσικό να είναι πλουσιότερες και οι λαοί τους να έχουν καλύτερες απολαβές. Διότι είναι πλουσιότερες και βρίσκονται μπροστά διότι ακριβώς ακολουθούν για χρόνια επίμονα πολιτικές συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα κι απελευθέρωσης των αγορών. Η δε Ιρλανδία ιδιαίτερα ξεκίνησε πριν από λίγα μόλις χρόνια πολύ χαμηλότερα από εμάς σε όλους σχεδόν τους οικονομικούς δείκτες. Και μας ξεπέρασε αποτελώντας τώρα πιά μια από τις πιο πετυχημένες περιπτώσεις αναπτυσσόμενης οικονομίας στην ΕΕ.

Δεν είναι τυχαίο πως τώρα πλέον και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που οι πολιτικές ηγεσίες και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης θεωρούν τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση σαν τον μπαμπούλα της παγκόσμιας οικονομίας το πολιτικό κλίμα αρχίζει να αλλάζει (βλ. σχετ. ρεπορτάζ των Financial Times, 31 Αυγ. 2006). Στη Γαλλία, όπου ο «συντηρητικός» Πρόεδρος Ζακ Σιράκ έχει δηλώσει πως «ο υπερ-φιλελευθερισμός συνιστά τον κομμουνισμό της εποχής μας» το ξεσήκωμα άρχισε από τους επιχειρηματίες. Για χρόνια πειθήνιοι υποτελείς του Γαλλικού κρατισμού και βολεμένοι στο σύστημα της δημόσιας προστασίας, των έμμεσων επιδοτήσεων και του ανύπαρκτου ανταγωνισμού οι Γάλλοι επιχειρηματίες αρχίζουν να βλέπουν τα αδιέξοδα του αύριο. Και να υψώνουν φωνή αντίδρασης απέναντι στην παθητικότητα της κυρίαρχης πολιτικής τάξης και τον οπισθοδρομισμό πολλών ισχυρών κοινωνικών ομάδων.

«Όταν απορρίπτουμε τον φιλελευθερισμό είναι επειδή φοβόμαστε τις μεταρρυθμίσεις» δήλωσε ο Henri Castriers, επικεφαλής της μεγαλύτερης Γαλλικής ασφαλιστικής εταιρίας μιλώντας πρόσφατα σε πολιτικούς και επιχειρηματίες στο ετήσιο συνέδριο του κυρίαρχου Γαλλικού business lobby Medef. Και τόνισε με ιδιαίτερη σημασία: «Νομίζω πως όταν υπάρχει φόβος ανάμεσα στις στρατιωτικές δυνάμεις αντανακλά απλά την έλλειψη οράματος στους ηγέτες τους». Άλλος ισχυρός Γάλλος επιχειρηματίας ζήτησε από τους Γάλλους πολιτικούς, αναφερόμενος κυρίως στον κ. Σαρκοζί και την κα Ρουαγιάλ των Σοσιαλδημοκρατών, να εγκαταλείψουν την δημαγωγία και να ασχοληθούν σοβαρά με τα «πραγματικά» ζητήματα της υψηλής φορολογίας, του δημοσίου χρέους, των ελλειμμάτων και της δύσκαμπτης εργατικής νομοθεσίας.

Αλλά και στη Σουηδία λ.χ. η συζήτηση έχει αρχίσει για μεγαλύτερες και ουσιαστικότερες μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση των ελεύθερων αγορών και του μικρότερου κρατικού παρεμβατισμού. Με σύνθημα την μείωση των κανονιστικών δημόσιων ελέγχων στις αγορές μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης, think tanks, οργανώσεις επιχειρηματιών, τα κεντρώα και κεντροδεξιά κόμματα, επισημαίνουν πως η πρόσφατη θεαματική οικονομική επιτυχία της Σουηδίας οφείλεται στα μεταρρυθμιστικά μέτρα της τελευταίας συντηρητικής κυβέρνησης. Και πως η στασιμότητα σιγά-σιγά επανέρχεται. Αν η τωρινή σοσιαλδημοκρατική διοίκηση της χώρας δεν απομακρυνθεί από την εξουσία – μια και επιμένει στην ανατροπή των μεταρρυθμίσεων και στην κρατικίστικη αδράνεια – τότε η ανάπτυξη της Σουηδίας των τελευταίων χρόνων θα ανατραπεί.

Στη Σουηδία το κράτος εξακολουθεί να ελέγχει 57 εταιρίες που απασχολούν πάνω από 200.000 υπαλλήλους με συνολική αξία γύρω στα 54 δις. ευρώ. Το σύνολο των εργαζομένων του δημόσιου τομέα, που σε μεγάλο βαθμό απασχολούνται με τον έλεγχο των αγορών και των διαφόρων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, αποτελούν το 50% του συνόλου των απασχολουμένων σε εξαρτημένη εργασία στη χώρα. Σύμφωνα με την διεθνή εταιρία οικονομικών συμβούλων McKinsey: «Η ανάπτυξη και η ισχυροποίηση της παραγωγικότητας στον ιδιωτικό τομέα οδήγησε την Σουηδία στα θεαματικά οικονομικά αποτελέσματα της τελευταίας δεκαετίας. Η αυξημένη παραγωγικότητα ήταν αποτέλεσμα κυρίως της απορρύθμισης» που είχε πραγματοποιήσει η τελευταία συντηρητική κυβέρνηση.

Γιατί να μην ομολογήσουμε όλοι πλέον πως ο νεοφιλελευθερισμός είναι η καλύτερη πολιτική επιλογή;

Εν τούτοις οι σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές αρχές της Σουηδίας και τα συνδικάτα επιμένουν να μην αλλάξει τίποτα. Η κοινωνία όμως αρχίζει να αντιδρά. Για το μεγαλύτερο think tank, Timbro, τα «κρατικά μονοπώλια και η εμμονή σε επιδοτήσεις που προκύπτουν από την μεγάλη φορολογία δεν εμποδίζουν μόνο την ανάπτυξη καλύτερων συστημάτων κοινωνικής προστασίας αλλά και την παρουσία νέων επιχειρηματιών και νέων ευκαιριών απασχόλησης στους τομείς αυτούς». «Η κυβέρνηση δεν μπορεί να καταλάβει την σημασία των νέων κι αναπτυσσόμενων μικρών επιχειρήσεων» δηλώνει ο Tom Berggren, επικεφαλής του Σουηδικού οργανισμού Venture Capital Association, και συνεχίζει: «Ακούνε αυτά που λέμε, αλλά δεν κάνουν τίποτε».

Είναι ολοφάνερο λοιπόν πως σε ολόκληρη την Ευρώπη αφυπνίζονται μπροστά στη πραγματικότητα της χρεοκοπίας του κρατισμού. Μοναχά στην Ελλάδα κυριαρχεί ακόμη η νιρβάνα του μεγάλου κράτους. Και κανένας, παρά τα προβλήματα που όλο και περισσότερο πολλαπλασιάζονται, δεν τολμάει να ακουμπίσει την καυτή αυτή πατάτα. Παρά τα αποτελέσματα που βλέπουμε γύρω μας να επιτυγχάνονται σε Ευρωπαϊκές χώρες που ακολούθησαν τον δρόμο της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς.

Γιατί λοιπόν οι κατά άλλα λαλίστατοι, και πολέμιοι πάντα του νεοφιλελευθερισμού, συνδικαλιστές κι εκπρόσωποι των συνταξιούχων μας καταπίνουν στα ζητήματα αυτά την γλώσσα τους; Τι είναι εκείνο που τους αναγκάζει να παραβλέπουν την πραγματικότητα και να ακολουθούν δόγματα και ιδεοληψίες που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν την κοινωνία μας συνολικά στα αδιέξοδα και την δυστυχία; Μήπως η καταδίκη του φιλελευθερισμού υποκρύπτει τον φόβο κάποιων να μην χαθεί ο λουφές του δημόσιου τομέα, να μην πειραχθούν τα προνόμια των συντεχνιών που ζούν σε βάρος του μέσου φορολογούμενου πολίτη; Να μην θιγούν γενικά τα κακώς κείμενα που πολλούς βολεύουν κι άλλους διευκολύνουν να χτίζουν καριέρες, κυρίως στην πολιτική, πάντα οικονομικά σε βάρος του ταλαίπωρου αλλά καλόπιστου κι’ ανύποπτου μέσου έλληνα πολίτη; Και σε τι βέβαια οφείλεται και η αδράνεια της ελληνικής επιχειρηματικής τάξης που αφήνει τον κόσμο των ιδεών να κυριαρχείται από τα ξεπερασμένα θέσφατα της Αριστεράς και δεν ενισχύει την δημιουργία δυναμικών think tanks και μηχανισμών ενημέρωσης που να έχουν σαν στόχο την θωράκιση της ανοιχτής κοινωνίας και της οικονομίας της αγοράς;

Γιατί είμαστε τυφλοί λοιπόν μπροστά στην αλήθεια; Γιατί να μην ομολογήσουμε όλοι πλέον πως ο νεοφιλελευθερισμός είναι η καλύτερη πολιτική επιλογή;

Filed under: Πολιτικη, Ελλαδα, Φιλελευθερισμος — Ανδρέας Ανδριανόπουλος @ 3:45 pm (Διαβάστηκε 972 φορές)

Το ανθρώπινο πρόσωπο του νεοφιλελευθερισμού

Του Πάσχου Μανδραβέλη

Ο Μίλτον Φρίντμαν έγινε γνωστός στην Ελλάδα υβριζόμενος. Ως νεοφιλελεύθερος και δη ανάλγητος. Ασχετα αν είναι ένας από τους πιο διάσημους υποστηρικτές της ιδέας του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, ιδέα που συνταγματικά θέλει να κατοχυρώσει στην Ελλάδα η Αριστερά. Ο νομπελίστας οικονομολόγος, που πέθανε την Πέμπτη σε ηλικία 94 χρόνων, θεωρείται ο βασικός και ισάξιος σε μέγεθος αντίπαλος του Τζον Μέιναρντ Κέινς.

Ο Κέινς διαμόρφωσε με τις ιδέες του την οικονομική πολιτική της Δύσης πριν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ευνοώντας την επέκταση του κράτους στην οικονομία, και ο Μίλτον Φρίντμαν ήταν αυτός που τις κατεδάφισε. Ο πρώτος επιχειρηματολόγησε ότι το κράτος οφείλει να παρέμβει στην οικονομία προκειμένου να επιτύχει την πλήρη απασχόληση, άσχετα αν αυτό δημιουργούσε πληθωρισμό.

Στη δεκαετία του 1960, περίοδο που οι κεϊνσιανές ιδέες βασίλευαν χωρίς αντίλογο, ο Φρίντμαν προέβλεψε ότι η κρατική παρέμβαση θα δημιουργούσε και πληθωρισμό και ανεργία. Επιχειρηματολόγησε ότι η αυξανόμενη προσφορά χρήματος στην οικονομία μακροχρόνια αυξάνει τις τιμές, αλλά δεν έχει καμιά επίπτωση στην παραγωγή. Τότε πολλοί χλεύασαν ότι η «ψυχή της σχολής του Σικάγου» είναι για την οικονομική θεωρία κάτι αντίστοιχο εκείνων που πίστευαν ότι η γη είναι επίπεδη (flat-earther). Δέκα χρόνια μετά ο μεγάλος κεϊνσιανός οικονομολόγος Πολ Σάμουελσον ονόμασε το φαινόμενο της ταυτόχρονης ύπαρξης πληθωρισμού και ανεργίας «στασιμοπληθωρισμό».

υπήρξε πολέμιος της ποινικοποίησης των μαλακών ναρκωτικών, ένθερμος υποστηρικτής του εθελοντικού στρατού και εισήγαγε την ιδέα των «κουπονιών εκπαίδευσης»

Η πρόβλεψη, σε μια επιστήμη που δεν φημίζεται για τις επιτυχείς προβλέψεις της, και η δουλειά του στη μονεταριστική θεωρία (που θέλει τον πληθωρισμό να ελέγχεται με την προσφορά χρήματος από την κεντρική τράπεζα) του χάρισαν το 1976 το Βραβείο Νομπέλ Οικονομίας. «Ο πληθωρισμός», είπε τότε, «είναι η μόνη μορφή φορολογίας που επιβάλλεται χωρίς νομοθεσία». Ηταν η περίοδος που οι κρατικοπαρεμβατικές πολιτικές οδηγούσαν σε ύφεση τις οικονομίες της Δύσης. Τότε, σε αντίθεση με την ιερή κεϊνσιανή θεωρία, ο κόσμος άρχισε να βλέπει ότι το κράτος δεν έδινε λύση στο πρόβλημα, αλλά ήταν το πρόβλημα. Πολλοί σταμάτησαν να κοιτούν αφ’ υψηλού τις αντικρατικιστικές ιδέες του Φρίντμαν και των συναδέλφων του στη Σχολή του Σικάγου. «Το γεγονός ότι το λέει ο Φρίντμαν, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι είναι λάθος», είπε σε μια ομιλία του ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Σάμουελσον.

Με την άνοδο στην εξουσία του Ρόναλντ Ρέιγκαν και της Μάργκαρετ Θάτσερ, σε ΗΠΑ και Βρετανία, οι ιδέες του δοκιμάζονται στην πράξη δημιουργώντας πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη και επηρεάζοντας τις οικονομικές πολιτικές σε παγκόσμια κλίμακα. Ακόμη και στο Βιετνάμ, τα κείμενά του κυκλοφορούσαν στα ανώτερα κλιμάκια του κομμουνιστικού κόμματος, προκαλώντας μια παθιασμένη συζήτηση, η οποία κατέληξε σε συνταγματική αναθεώρηση για την αναγνώριση του δικαιώματός του στην ιδιοκτησία.

Ο Μίλτον Φρίντμαν τιμήθηκε για τη συμβολή του στη μονεταριστική θεωρία, αλλά έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό για ένα μνημειώδες ντοκιμαντέρ που τελικά κατέληξε στο «μπεστ σέλερ» βιβλίο με τίτλο «Ελεύθερος να διαλέξεις» (στα ελληνικά: εκδόσεις «Ευρωεκδοτική»). Σ’ αυτό εκλαΐκευσε τη φιλελεύθερη θεωρία του, η οποία εκτείνεται πέραν των οικονομικών. Ο Μίλτον Φρίντμαν πέρα από τη σφοδρή πολεμική του στις κρατικοπαρεμβατικές πολιτικές («αν παραδώσεις την έρημο Σαχάρα στην κρατική διαχείριση, σε λίγα χρόνια θα έχουμε έλλειψη άμμου») υπήρξε πολέμιος της ποινικοποίησης των μαλακών ναρκωτικών, ένθερμος υποστηρικτής του εθελοντικού στρατού και εισήγαγε την ιδέα των «κουπονιών εκπαίδευσης».

Το πέρασμα από τις Συρακούσες…

Στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος οι Συρακούσες έχουν μια ξεχωριστή θέση. Tο 386 π.X. ο Πλάτων πήγε για δεύτερη φορά στην αθηναϊκή αυτή αποικία. Κατά την άποψη του μεγάλου φιλοσόφου, ο τύραννος Διονύσιος ο Νεότερος μπορούσε να γίνει ο «βασιλιάς - φιλόσοφος», όπως τον περιέγραψε στην «Πολιτεία» του. Tο δεύτερο αυτό ταξίδι στις Συρακούσες ήταν ανεπιτυχές. O Πλάτων δεν κατάφερε να κάνει τον τύραννο «φίλο της αλήθειας και της δικαιοσύνης». Εφυγε με την εκτίμηση ότι ο Διονύσιος ήταν ένας άνθρωπος που βγήκε στον ήλιο της αλήθειας, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να πάθει εγκαύματα. Eπτά χρόνια μετά, ο Πλάτων ξεκινούσε το τελευταίο ταξίδι στις Συρακούσες. Φυσικά και την τρίτη φορά απέτυχε.

Ο Μίλτον Φρίντμαν, σε αντίθεση με κάποιους άλλους της Σχολής του Σικάγο, δεν υπήρξε σύμβουλος του Πινοσέτ

Ο Μίλτον Φρίντμαν πίστευε βαθύτατα ότι ο καπιταλισμός υπονομεύει κάθε δικτατορικό καθεστώς. Η απελευθέρωση της οικονομίας δεν μπορεί παρά να οδηγήσει και σε χαλάρωση του πολιτικού ελέγχου σε κάθε τομέα της ζωής. Η ελεύθερη αγορά αργά ή γρήγορα έρχεται σε σύγκρουση με τις δικτατορικές δομές της πολιτείας.

Γι’ αυτό και πέρασε από τις Συρακούσες δύο φορές: Μια φορά από τη Χιλή και μία από την Κίνα.

Την πρώτη φορά προσκλήθηκε από το «Καθολικό Πανεπιστήμιο» στο Σαντιάγκο, το 1975, όταν κυβερνούσε ο αιμοσταγής Αουγκούστο Πινοσέτ. Κανείς από τους επικριτές του δεν στάθηκε στην ομιλία του με τίτλο «Το εύθραυστον της Ελευθερίας», που ήταν μια σφοδρή πολεμική των δικτατορικών καθεστώτων, διότι η «ελεύθερη οικονομία χρειάζεται πολιτική ελευθερία για να ανθίσει».

Η πολεμική που δέχθηκε από την Αριστερά γι’ αυτήν την επίσκεψη ήταν σφοδρή. «Είναι περίεργο», έγραψε τη δεκαετία του 1980. «Εκανα ακριβώς την ίδια διάλεξη στην Κίνα υπό κομμουνιστικό καθεστώς. Δέχθηκα πολλές επικρίσεις για την ομιλία μου στη Χιλή, αλλά καμιά για την Κίνα. Πώς κι έτσι;».

Ο Μίλτον Φρίντμαν, σε αντίθεση με κάποιους άλλους της Σχολής του Σικάγο, δεν υπήρξε σύμβουλος του Πινοσέτ.

ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ

Αρνητικός φόρος εισοδήματος

Παρά τα θρυλούμενα περί «ανάλγητου νεοφιλελευθερισμού» ο Μίλτον Φρίντμαν υπήρξε ένας από τος εισηγητές του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος με τη μορφή της αρνητικής φορολόγησης.

Διαπίστωσε ότι το «κοινωνικό κράτος» με τη σημερινή μορφή του παράγει πολλή γραφειοκρατία, με αποτέλεσμα τα κονδύλια του προϋπολογισμού αντί να βοηθούν τους ασθενέστερους, χρηματοδοτούν τους γραφειοκράτες. Ετσι, πρότεινε ένα απλούστερο σύστημα επιδότησης όσων έχουν χρεία κρατικής μέριμνας, διά του έτσι κι αλλιώς υπαρκτού μηχανισμού της φορολογίας.

Πρότεινε την υιοθέτηση του ελάχιστου εισοδήματος διαβίωσης. Αντί το κράτος να έχει απλώς ένα αφορολόγητο ποσό εισοδήματος και να βοηθά δι’ άλλων μηχανισμών όσους βρίσκονται χαμηλότερα απ’ αυτό, πρότεινε την απλή λύση της πληρωμής όσων βρίσκονται κάτω απ’ αυτό το όριο. Αν δηλαδή το αφορολόγητο είναι στα 10.000 και κάποια οικογένεια έχει εισόδημα 9.000 ευρώ τότε το κράτος πρέπει να τους δώσει 1.000 ευρώ.

Με αυτή τη λύση βοηθιούνται οι ασθενέστεροι, αλλά συμπυκνώνονται δύο διαδικασίες σε μία. Αντί άλλοι να μαζεύουν τα χρήματα (εφορία) και άλλοι να τα μοιράζουν, όπως είναι τα ασφαλιστικά ταμεία (ζητώντας μάλιστα στοιχεία από τους πρώτους), μπορούμε να μειώσουμε τη γραφειοκρατία και να εξοικονομήσουμε χρήματα για να χρηματοδοτήσουμε άλλες ανάγκες.

Τα κουπόνια εκπαίδευσης

Το 1955 ο Μίλτον Φρίντμαν έγραψε το ριζοσπαστικό άρθρο με τίτλο «Ο ρόλος του κράτους στην εκπαίδευση». Σ’ αυτό διαπιστώνει ότι κι εμείς σήμερα στην ελληνική παιδεία. Το σύστημα της κρατικής χρηματοδότησης στα σχολεία απέτυχε. Δημιουργεί γραφειοκρατία και δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Δεν δημιουργεί κίνητρα για βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

ο νεοφιλελεύθερος Φρίντμαν δεν εναντιώνεται στην κρατική χρηματοδότηση της Παιδείας. Απλώς πρότεινε ένα τρόπο για να πιάσουν τόπο τα χρήματα των φορολογουμένων

Eτσι διατύπωσε την ιδέα των «κουπονιών εκπαίδευσης». H σκέψη του ήταν απλή: αντί το κράτος να επιδοτεί απευθείας τα σχολεία (δημιουργώντας τη νοοτροπία «βρέξει χιονίσει») πρέπει να επιδοτεί απευθείας τους πολίτες για να εκπαιδεύονται. Oι μαθητές, φοιτητές κ.λπ., ή οι γονείς τους, παίρνουν ένα κουπόνι εκπαίδευσης που αντιστοιχεί σε χρηματικό ποσό αντίστοιχο με τα έξοδα που θα έκανε η pολιτεία ανά σπουδαστή για ένα ακαδημαϊκό έτος. Aυτό το καταθέτουν στο σχολείο της αρεσκείας τους και το σχολείο εισπράττει από το κράτος το ποσόν που αντιστοιχεί ανά σπουδαστή.

Mε αυτό τον τρόπο οι δικαιούχοι των κουπονιών έχουν την ελευθερία επιλογής. Mπορούν να διαλέξουν δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο. Aπό την άλλη μεριά μπαίνει το στοιχείο του ανταγωνισμού στη δημόσια εκπαίδευση. Tα σχολεία θα αρχίσουν να λειτουργούν σαν επιχειρήσεις και όλοι αυτοί που απαρτίζουν τους μηχανισμούς μάθησης (διοικητικό προσωπικό, δάσκαλοι κ.λπ.) δεν θα επαναπαύονται με τις παγιωμένες κρατικές επιδοτήσεις, αλλά θα βελτιώνουν διαρκώς τις υπηρεσίες τους για να προσελκύσουν σπουδαστές. Aν κάποιοι δεν τα καταφέρνουν τότε θα ισχύει ο σκληρός νόμος της αγοράς: απλώς θα κλείνουν.

Tα «κουπόνια εκπαίδευσης» ήδη άρχισαν να εφαρμόζονται σε πολλές Πολιτείες των ΗΠΑ με εξαιρετικά αποτελέσματα. Τα σχολεία -δημόσια και ιδιωτικά- ανταγωνίζονται για την πρόσληψη καλύτερων δασκάλων, ενώ ο μέσος όρος επιτυχίας στις εισαγωγικές για τα ΑΕΙ εξετάσεις στις Πολιτείες που το εφαρμόζουν παρουσίασαν θεαματική βελτίωση. Σε αντίθεση με όσα λέγονται ο νεοφιλελεύθερος Φρίντμαν δεν εναντιώνεται στην κρατική χρηματοδότηση της Παιδείας. Απλώς πρότεινε ένα τρόπο για να πιάσουν τόπο τα χρήματα των φορολογουμένων.

——————————————————————

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 19.11.2006

Filed under: Φιλελευθερισμος — Πάσχος Μανδραβέλης @ 12:43 am (Διαβάστηκε 617 φορές)

 

0 Responses to Νεοφιλελευθερισμός (διάφορες απόψεις)