ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΗΣ

Περλικός Φώτης



Τα τελευταία χρόνια οι λέξεις γονίδιο, γενετική και DNA ακούγονται όλο και συχνότερα στις καθημερινές μας συζητήσεις. Μαζί τους όμως έφεραν και ένα ολόκληρο κατηγορητήριο έναντι των επιστημών εκείνων –όπως η κοινωνιοβιολογία, η εξελικτική ψυχολογία και η γενετική της συμπεριφοράς– που αξιοποιώντας τα επιτεύγματα της γενετικής και της βιολογίας μελετούν και ερμηνεύουν την ανθρώπινη φύση.


Αρχικά οι πολέμιοί της, αποκαλούσαν την κοινωνιοβιολογία ψευδοεπιστήμη με ακροδεξιές αναφορές, συγχέοντάς την με τον παλαιότερο στείρο βιολογισμό του «κοινωνικού δαρβινισμού», της θεωρίας που ενέπνευσε τον Αδόλφο Χίτλερ. Τριάντα χρόνια μετά από αυτές τις πρώτες αντιδράσεις, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η κοινωνιοβιολογική προσέγγιση, με βασικούς μέντορες τον Richard Dawkins και τον Edward Wilson, αποτελεί πια αναπόσπαστο στοιχείο της βιολογίας και βασικό μας καθοδηγητή στην μελέτη της συμπεριφοράς των ζώων. Επιπλέον, όσον αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά, υπάρχουν σημαντικές σφαίρες της ανθρώπινης προσωπικότητας, όπως η αντίληψη του ωραίου, η μητρότητα, η συντροφικότητα, η ηθική, η συνεργασία, η σεξουαλικότητα και η βία, στις οποίες η εξελικτική ψυχολογία μας παρέχει την μόνη συνεκτική επιστημονική ερμηνεία, γεννώντας παράλληλα νέους και γόνιμους προβληματισμούς και προεκτάσεις.


Η σύγχρονη αμφισβήτηση της κοινωνιοβιολογίας και των συγγενικών της κλάδων βασίζεται στην είδηση πως τα γονίδια όλων των ανθρώπων είναι ίδια κατά 99,99%. Επιπλέον, για πολλούς το γεγονός ότι βρέθηκαν λιγότερα από τα αναμενόμενα γονίδια στον άνθρωπο σημαίνει πως το περιβάλλον έρχεται να παίξει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της ανθρώπινης ύπαρξης ενώ παράλληλα γίνεται λόγος για την κατάρριψη της «ρατσιστικής» θεωρίας του βιολογικού ντετερμινισμού.


Αντίστοιχα όμως βρέθηκε ότι το γονιδίωμα των ανθρώπων επίσης εμφανίζει 98% ομοιότητα με των χιμπαντζήδων, κι όμως οι φαινοτυπικές μας διαφορές με αυτό το είδος είναι εμφανέστατες. Όσο για τα λιγότερα “αναμενόμενα” γονίδια –πριν το Human Genome Project αναμέναμε 50-100.000 και τελικά βρέθηκαν 34.000– ερωτώ: ποιος αριθμός γονιδίων θα αποδείκνυε ότι το περιβάλλον δεν παίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της ανθρώπινης ύπαρξης; 50.000; 150.000; 1.000.000; Και αντίστροφα: αν τελικά έβγαινε ότι έχουμε 20.000 γονίδια αυτό θα έδινε ακόμη μεγαλύτερη σπουδαιότητα στο περιβάλλον; Η αλήθεια είναι ότι κανείς μας δεν έχει ιδέα τι σημαίνουν αυτοί οι αριθμοί. Κανείς δεν γνωρίζει πόσα γονίδια χρειάζονται για να φτιαχτεί μία ανθρώπινη καρδιά ή ένα νευρωνικό δίκτυο. Το σκουλίκι Caenorhabditis elegans έχει 18.000 γονίδια, με την παραπάνω λογική θα πρέπει να είναι διπλά πιο ελεύθερο από τον “βιολογικό ντετερμινισμό” (sic) και διπλά πιο ευμετάβλητο από το περιβάλλον. Στην πραγματικότητα όμως είναι ένας μικροσκοπικός σκώληκας που αποτελείται από 959 κύτταρα τα οποία αναπτύσσονται με βάση ένα συγκεκριμένο και δύσκαμπτο γενετικό πρόγραμμα, με ένα νευρικό σύστημα που αποτελείται από 302 νευρώνες τοποθετημένους με βάση ένα συγκεκριμένο και πολύ αυστηρό πρότυπο. Όσον αφορά την συμπεριφορά του: τρώει, ζευγαρώνει, πλησιάζει ή απομακρύνεται από συγκεκριμένες μυρωδιές και αυτό είναι. Η ελευθερία της βούλησής μας και η ποικιλότητα της συμπεριφοράς μας προέρχονται ακριβώς από το περίπλοκο βιολογικό μας υπόβαθρο και όχι από ένα απλούστερο.


Επιπλέον, ο αριθμός των γονιδίων μας μπορεί για την ώρα να εκτιμηθεί αδρά. Το Human Genome Project έψαξε για γονίδια τα οποία:


1) μοιάζουν με άλλα γνωστά γονίδια


2) είναι αρκετά ενεργά ώστε να μπορούν να “εντοπιστούν” καθώς παράγουν μία πρωτεΐνη.


Εξαιτίας του (1) πολλά γονίδια που είναι μοναδικά για τον άνθρωπο και εξαιτίας του (2) γονίδια που είναι ενεργά μόνο κατά την εμβρυογένεση και τον εμβρυϊκό σχηματισμό του εγκεφάλου -από τα πιο σημαντικά δηλαδή γονίδια για την ανθρώπινη φύση- ξεγλιστρούν από το software. Υπάρχουν εργασίες που τοποθετούν ακόμη και τώρα τον πραγματικό αριθμό των γονιδίων μας στα 57.000, 75.000 ή ακόμη και 120.000!


Από την άλλη μεριά, ένα γονίδιο δεν αντιστοιχεί σε ένα μοναδικό στοιχείο (και αυτό πρέπει να μπει καλά στο μυαλό όλων μας), ένας οργανισμός με 20.000 γονίδια δεν απαρτίζεται από 20.000 επιμέρους τμήματα! Τα γονίδια καθορίζουν τις πρωτεΐνες και μερικές από αυτές τις πρωτεΐνες αποτελούν τα “συστατικά” από τα οποία αποτελείται ο οργανισμός. Όμως άλλες πρωτεΐνες ενεργοποιούν ή απενεργοποιούν άλλα γονίδια, ή επιταχύνουν/επιβραδύνουν την έκφραση των γονιδίων, ή κόβουν και συρράβουν άλλες πρωτεΐνες σε νέους συνδυασμούς. Με βάση αυτά τα δεδομένα, το ανθρώπινο γονιδίωμα (στο οποίο τα παραπάνω φαινόμενα εμφανίζονται διαρκώς) δεν είναι διπλάσια περιπλοκότερο από αυτό του caenorhabditis elegans αλλά 2^16.000 (δηλαδή το 1 ακολουθούμενο από 4.800 μηδενικά)!


Υπάρχουν και δύο άλλοι λόγοι που η πολυπλοκότητα του γονιδιώματος δεν αντανακλάται από τον αριθμό των γονιδίων και άρα είναι άξιο απορίας πως μπορεί να ισχυρίζεται κανείς ότι τα αποτελέσματα του Human Genome Project μειώνουν τον ρόλο του γενετικού παράγοντα: Πρώτον, τα γονίδια του ανθρώπου συνήθως αποτελούνται από πολλά εξόνια τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους από τα ιντρόνια. Δίχως να θέλω μπω σε κουραστικές λεπτομέρειες, τα εξόνια είναι αυτά τα οποία κωδικεύουν το πρωτεϊνικό τμήμα και από τον συνδυασμό τους (που μπορεί να είναι διαφορετικός ανά περίπτωση) μπορούν να προκύψουν διαφορετικές πρωτεΐνες. Έως και δέκα πρωτεΐνες (αντί της μίας) μπορούν να κωδικευτούν από ένα γονίδιο στον άνθρωπο!


Δεύτερον, τα 34.000 γονίδια που βρέθηκαν καταλαμβάνουν μόνο 3% του ανθρώπινου γονιδιώματος. Το υπόλοιπο DNA μας δεν κωδικεύει πρωτεΐνες και έτσι οι επιστήμονες το ονομάζουν junk DNA. Όπως όμως λένε οι βιολόγοι “ο όρος junk απλά αντικατοπτρίζει την άγνοιά μας”. Το μέγεθος, η τοποθεσία και το περιεχόμενο του DNA αυτού μπορεί να επηρεάσει δραματικά την έκφραση των γύρω γονιδίων. Τι τεράστια σπατάλη ενέργειας θα ήταν άλλωστε το 97% του DNA μας να ήταν άχρηστο! εξελικτικά και μόνο αυτό είναι αδιανόητο…


Υπεραπλουστεύσεις όπως η θέση ότι κάθε συμπεριφορικό χαρακτηριστικό έχει το δικό του γονίδιο μόνο σε κακογραμμένη επιστημονική φαντασία μπορούν να βρεθούν. Η ιδέα και μόνο του “βιολογικού ντετερμινισμού”, δηλαδή ότι το γονίδιωμα προκαλεί την συμπεριφορά κατά 100% είναι τόσο κωμική όσο και η αντίστροφη ιδέα του “περιβαλλοντικού ντετερμινισμού”. Κανείς επιστήμονας δεν μπορεί να πει ότι το περιβάλλον επηρεάζει την συμπεριφορά κατά 90% και το DNA κατά 10% ή το αντίστροφο. Αναμφισβήτητα όμως τόσο το περιβάλλον, όσο και ο γενετικός παράγοντας εμφανίζουν ποσοστό μεγαλύτερο του μηδενός, γεγονός αποδεκτό από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας.


Ο χαρακτηρισμός «ρατσιστική» θεωρία αποτελεί λογική ακροβασία και είναι εξολοκλήρου άδικος. Τουναντίον, η ξεκάθαρη γνώση της ανθρώπινης φύσης φέρνει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα του σύγχρονου φεμινισμού είναι η κατάσταση των γυναικών στον τρίτο κόσμο. Σε πολλές περιοχές, τα θηλυκά έμβρυα επιλεκτικά αμβλώνονται, νεαρά κορίτσια δολοφονούνται δίχως καμία ποινή να προβλέπεται για τους δράστες, οι θυγατέρες χωρών του τρίτου κόσμου υποσιτίζονται και στερούνται έστω και της τυπικής σχολικής εκπαίδευσης, έφηβα κορίτσια ευνουχίζονται, νεαρές γυναίκες καλύπτονται με ένα ένδυμα από την κορυφή ως τα νύχια, οι μοιχαλίδες λιθοβολούνται μέχρι θανάτου και οι χήρες καίγονται μαζί με τους νεκρούς συζύγους τους. Το σχετικίστικο κλίμα σε πολλούς ακαδημαϊκούς κύκλους δεν επιτρέπει την κατάκριση αυτών φρικτών πρακτικών γιατί “είναι πρακτικές άλλων πολιτισμών”, και οι πολιτισμοί είναι “υπεροργανισμοί” που σαν τους ανθρώπους έχουν αναφαίρετα δικαιώματα!


Για να ξεφύγει από αυτήν την παγίδα η φεμινίστρια φιλόσοφος Martha Nussbaum επικαλείται “κεντρικές λετουργικές δυνατότητες/απαιτήσεις” τις οποίες όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να ασκούν, όπως η σωματική ακεραιότητα, η ελευθερία της νόησης και η συμμετοχή στην πολιτική. Η Nussbaum έχει κατακριθεί για αυτήν της τη θέση ως “αποικιοκράτισα σε αποστολή εκπολιτισμού”, όπου οι αλαζόνες δυτικοί θα διδάξουν τους φτωχούς ανθρώπους του κόσμου τι αυτοί θέλουν. Το επιχείρημα όμως της Nussbaum υποστηρίζεται από τα κοινωνιοβιολογικά δεδομένα και ιδιαίτερα από τις εργασίες του Donald E. Brown ο οποίος το 1991 δημοσίευσε την λίστα των “παγκόσμιων συμπεριφορών και χαρακτηριστικών”. Τα συμπεριφορικά αυτά χαρακτηριστικά είναι έμφυτα σε κάθε άνθρωπο ανεξάρτητα από το περιβάλλον και τον γύρω πολιτισμό του.

Filed under: Επιστημες — Παύλος Μσάουελ @ 2:49 pm (Διαβάστηκε 634 φορές)

 

0 Responses to ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΗΣ